δίωξις: Difference between revisions
λύπης ἰατρός ἐστιν ὁ χρηστὸς φίλος → a true friend is grief's physician, a worthy friend is a physician to your pain
(1b) |
m (Text replacement - "''' εως ἡ<b class="num">1)" to "''' εως ἡ<br /><b class="num">1)") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''δίωξις:''' εως ἡ<b class="num">1)</b> преследование, погоня (δίωξιν ποιεῖσθαι Thuc.; δ. Ἓκτορος Arst.): πεμφθέντες ἐπὶ τὴν δίωξιν Plut. посланные в погоню;<br /><b class="num">2)</b> тяготение, влечение, стремление ([[ἐπιθυμία]] καὶ δ. τινος Plat.; ἐν ὀρέξει δ. καὶ [[φυγή]] Arst.; τῶν [[καλῶν]] καὶ ἀγαθῶν Plut.);<br /><b class="num">3)</b> судебное преследование, обвинение (τῶν ἀδικούντων и τῆς κλοπῆς Plut.). | |elrutext='''δίωξις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1)</b> преследование, погоня (δίωξιν ποιεῖσθαι Thuc.; δ. Ἓκτορος Arst.): πεμφθέντες ἐπὶ τὴν δίωξιν Plut. посланные в погоню;<br /><b class="num">2)</b> тяготение, влечение, стремление ([[ἐπιθυμία]] καὶ δ. τινος Plat.; ἐν ὀρέξει δ. καὶ [[φυγή]] Arst.; τῶν [[καλῶν]] καὶ ἀγαθῶν Plut.);<br /><b class="num">3)</b> судебное преследование, обвинение (τῶν ἀδικούντων и τῆς κλοπῆς Plut.). | ||
}} | }} |
Revision as of 20:30, 5 January 2019
English (LSJ)
[ῐ], εως, ἡ, (διώκω)
A chase, pursuit, esp. of soldiers or ships, Th.3.33, etc.; δ. ποιεῖσθαι Id.8.102. 2 pursuit of an object, τοῦ ὅλου Pl.Smp.192e; opp. φυγή, Arist.EN1139a22, Epicur.Sent.25; δ. τῶν καλῶν Plu.2.550e. II as law-term, prosecution, δίωξιν εἶναι κατὰ τῶν ἐλεγχθέντων IG12.10.10; δ. ποιεῖσθαι Antipho6.7, cf. D.45.50; δ. τῶν ἀδικούντων Plu.Per.10.
German (Pape)
[Seite 649] ἡ, das Verfolgen, Nachsetzen; Thuc. 3, 97; δίωξιν ποιεῖσθαι 8, 102; dah. – a) das Trachten wonach, neben ἐπιθυμία, Plat. Conv. 192 e; Ggstz φυγή Arist. eth. 6, 2; Plut. öfter. – b) das Anklagen; Dem. 47, 70; sowohl τῶν ἀδικούντων, der Uebelthäter, Plut. Pericl. 10, als τῆς κλοπῆς, des Diebstahls, ibd. 31.
Greek (Liddell-Scott)
δίωξις: -εως, ἡ, (διώκω) κυνήγιον, καταδίωξις, ἐπὶ προσώπων, ἰδίως ἐπὶ στρατιωτῶν ἢ νεῶν, Θουκ. 3. 33, κτλ.˙ δ. ποιεῖσθαι αὐτόθι 8. 102. 2) ἐπιδίωξις ἀντικειμένου ἢ σκοποῦ τινος, συνδυαζόμενον μετὰ τοῦ ἐπιθυμία, Πλάτ. Συμπ. 192Ε˙ ἀντίθ. φυγή, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 6. 2, 2˙ δ. τῶν καλῶν Πλούτ. 2. 550Ε. ΙΙ. ὡς δικανικὸς ὅρος, καταδίωξις, καταγγελία, δ. ποιεῖσθαι Ἀντιφῶν 142. 8, Δημ. 1116 ἐν τέλ.˙ δ. τῶν ἀδικούντων Πλούτ. Περικλ. 10.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
poursuite.
Étymologie: διώκω.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
• Grafía: graf. δίοχσ- IG 13.14.11 (V a.C.)
I 1persecución ὁ Ἀλκίδας ... δεδιὼς τὴν δίωξιν Th.3.33, δίωξιν ποιεῖσθαι Th.8.102, Aen.Tact.16.11, ἐν ταύτῃ τῇ διώξει ... ἀπέθανον πολλοί X.An.3.4.5, cf. Luc.VH 1.18, I.BI 1.367, δίωξιν ἐπέσχεν Paus.4.16.8, D.C.Epit.8.3.12, cf. Philostr.VA 2.15, Longus 1.26.1, Hld.4.21.3
•fig. c. gen. de abstr. τοῦ ὄλου Pl.Smp.192e, τῶν καλῶν Plu.2.550e.
2 impulso, apetencia op. φυγή como tendencia del ser vivo, Arist.EN 1139a22, Epicur.Sent.[5] 25, D.S.3.51.4, τῷ δὲ ψυχὴν ἔχοντι ἡ ἔφεσις τὴν δίωξιν ἐργάζεται Plot.6.7.26
•c. gen. obj. δ. τινός γε ἄλλου Diog.Oen.70.1.13.
II jur. acusación, denuncia δίοχσιν δ' ɛ̄ναι κατὰ τōν ἐλεγχθέντον IG l.c., δίωξιν δ' ɛ̄ναι τῷ βολομένῳ IEryth.2A.5 (V a.C.), τὴν δίωξιν ... ποιεῖσθαι Antipho 6.7, cf. Aeschin.1.154, ὑπὲρ ὧν ἂν ἡ δ. ᾖ D.45.50, δ. τῶν ἀδικούντων Plu.Per.10.
Greek Monotonic
δίωξις: -εως, ἡ (διώκω),·
I. 1. κυνήγι, καταδίωξη, λέγεται για πρόσωπα, σε Θουκ.
2. επιδίωξη ενός σκοπού, σε Πλάτ.
II. ως δικανικός όρος, κατηγορία, καταγγελία, σε Δημ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
δίωξις: εως ἡ
1) преследование, погоня (δίωξιν ποιεῖσθαι Thuc.; δ. Ἓκτορος Arst.): πεμφθέντες ἐπὶ τὴν δίωξιν Plut. посланные в погоню;
2) тяготение, влечение, стремление (ἐπιθυμία καὶ δ. τινος Plat.; ἐν ὀρέξει δ. καὶ φυγή Arst.; τῶν καλῶν καὶ ἀγαθῶν Plut.);
3) судебное преследование, обвинение (τῶν ἀδικούντων и τῆς κλοπῆς Plut.).