κουρικός: Difference between revisions

From LSJ

ἄμπελον κόπτοντες τὴν περὶ τὸ ἱερὸν ἐσέβαλλον καὶ λίθους — → cutting down the vines 'round the sanctuary, they threw in rocks as well

Source
(nl)
m (Text replacement - "˙" to "·")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κουρικός''': -ή, -όν, (κουρὰ) [[κατάλληλος]] πρὸς κουράν, [[μάχαιρα]] Πλουτ. Δίων αἱ δύο μάχαιραι αἱ κ. Κλήμ. Ἀλ. 290. ΙΙ. ([[κοῦρος]]) ὡς [[νεανίας]]˙ ― -κῶς, Ἀπολλ. Λεξ. ἐν λέξ. [[κουρίξ]].
|lstext='''κουρικός''': -ή, -όν, (κουρὰ) [[κατάλληλος]] πρὸς κουράν, [[μάχαιρα]] Πλουτ. Δίων αἱ δύο μάχαιραι αἱ κ. Κλήμ. Ἀλ. 290. ΙΙ. ([[κοῦρος]]) ὡς [[νεανίας]]· ― -κῶς, Ἀπολλ. Λεξ. ἐν λέξ. [[κουρίξ]].
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 19:33, 6 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κουρικός Medium diacritics: κουρικός Low diacritics: κουρικός Capitals: ΚΟΥΡΙΚΟΣ
Transliteration A: kourikós Transliteration B: kourikos Transliteration C: kourikos Beta Code: kouriko/s

English (LSJ)

ή, όν, (κουρά)

   A for cutting the hair, μάχαιραι Plu.Dio9: as Subst., κουρικός (sc. δίφρος), ὁ, barber's chair, Sammelb.4292; δίφρου τετραπόδου καὶ κουρικοῦ ξυλίνου POxy.646 (ii A. D.).    II (κοῦρος A) like a youth. Adv. -κῶς Apollon.Lex.s.v.κουρίξ.

Greek (Liddell-Scott)

κουρικός: -ή, -όν, (κουρὰ) κατάλληλος πρὸς κουράν, μάχαιρα Πλουτ. Δίων 9· αἱ δύο μάχαιραι αἱ κ. Κλήμ. Ἀλ. 290. ΙΙ. (κοῦρος) ὡς νεανίας· ― -κῶς, Ἀπολλ. Λεξ. ἐν λέξ. κουρίξ.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui sert à tondre, à raser.
Étymologie: κουρά.

Greek Monolingual

(I)
κουρικός, -ή, -όν (Α) κουρά
1. κατάλληλος για κούρεμαὥστε μηδὲ τῆς κεφαλῆς τὰς τρίχας ἀφελεῑν κουρικαῑς μαχαίραις», Πλούτ.)
2. το αρσ. ως ουσ. κουρικός (ενν. δίφρος)
το κάθισμα του κουρέα.———————— (II)
κουρικός, -ή, -όν (Α)
[[[κούρος]] (Ι)]
νεαρός, νεανικός.
επίρρ...
κουρικώς (Α)
νεανικά.

Russian (Dvoretsky)

κουρικός: служащий для стрижки или бритья, парикмахерский (μάχαιρα Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κουρικός -ή -όν [κουρά] om te knippen, kappers-.