Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ιππότης: Difference between revisions

From LSJ

Ἓν οἶδα, ὅτι οὐδὲν οἶδα → I know only one thing, that I know nothing | all I know is that I know nothing.

Diogenes Laertius, Lives of the Philosophers, Book 2 sec. 32.
(18)
 
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο (ΑΜ [[ἱππότης]], Α επικ. τ. ίππότα, θηλ. [[ἱππότις]], -ιδος)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει τιμηθεί με το [[παράσημο]] κάποιου τάγματος («[[ιππότης]] του Σωτήρος»)<br /><b>2.</b> [[άνθρωπος]] [[ευγενικός]], [[έντιμος]] και [[αξιοπρεπής]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />([[κατά]] τον μεσαίωνα) [[ευγενής]], [[ευπατρίδης]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που οδηγεί ή ιππεύει άλογα, [[έμπειρος]] της ιππευτικής, [[ιππέας]] («οἵ τε ἱππόται καὶ οἱ τὰς λόγχας [[κάτω]] τράποντες», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>ως επίθ.</b> [[ιππικός]] («[[ἱππότης]] [[στρατός]]» — το ιππικό, <b>Πλούτ.</b><br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἵππος]]. Η αρχική [[σημασία]] της λ. [[ἱππότης]] ήταν «[[οδηγός]] άρματος» ή «αυτός που αφορά στους ίππους». Με τη [[σημασία]] «[[ευγενής]], [[μέλος]] τάγματος ευγενών» η λ. [[πρέπει]] να [[είναι]] [[απόδοση]] στην ελλ. ξεν. όρου, <b>[[πρβλ]].</b> γαλλ. <i>chevalier</i> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>caballarius</i>].———————— <b>(II)</b><br />η (Α [[ἱππότης]], -ητος) [[ίππος]]<br /><b>(φιλοσ.)</b> γενική [[έννοια]] που προσδιορίζει την ίππεια [[φύση]] και περιέχει τα βασικά και [[σταθερά]] γνωρίσματα του ίππου ανεξάρτητα από τις ιδιαιτερότητες του ενός ή του άλλου συγκεκριμένου ίππου.
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο (ΑΜ [[ἱππότης]], Α επικ. τ. ίππότα, θηλ. [[ἱππότις]], -ιδος)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει τιμηθεί με το [[παράσημο]] κάποιου τάγματος («[[ιππότης]] του Σωτήρος»)<br /><b>2.</b> [[άνθρωπος]] [[ευγενικός]], [[έντιμος]] και [[αξιοπρεπής]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />([[κατά]] τον μεσαίωνα) [[ευγενής]], [[ευπατρίδης]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που οδηγεί ή ιππεύει άλογα, [[έμπειρος]] της ιππευτικής, [[ιππέας]] («οἵ τε ἱππόται καὶ οἱ τὰς λόγχας [[κάτω]] τράποντες», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>ως επίθ.</b> [[ιππικός]] («[[ἱππότης]] [[στρατός]]» — το ιππικό, <b>Πλούτ.</b><br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἵππος]]. Η αρχική [[σημασία]] της λ. [[ἱππότης]] ήταν «[[οδηγός]] άρματος» ή «αυτός που αφορά στους ίππους». Με τη [[σημασία]] «[[ευγενής]], [[μέλος]] τάγματος ευγενών» η λ. [[πρέπει]] να [[είναι]] [[απόδοση]] στην ελλ. ξεν. όρου, <b>[[πρβλ]].</b> γαλλ. <i>chevalier</i> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>caballarius</i>].<br /><b>(II)</b><br />η (Α [[ἱππότης]], -ητος) [[ίππος]]<br /><b>(φιλοσ.)</b> γενική [[έννοια]] που προσδιορίζει την ίππεια [[φύση]] και περιέχει τα βασικά και [[σταθερά]] γνωρίσματα του ίππου ανεξάρτητα από τις ιδιαιτερότητες του ενός ή του άλλου συγκεκριμένου ίππου.
}}
}}

Revision as of 13:20, 8 January 2019

Greek Monolingual

(I)
ο (ΑΜ ἱππότης, Α επικ. τ. ίππότα, θηλ. ἱππότις, -ιδος)
νεοελλ.
1. αυτός που έχει τιμηθεί με το παράσημο κάποιου τάγματος («ιππότης του Σωτήρος»)
2. άνθρωπος ευγενικός, έντιμος και αξιοπρεπής
νεοελλ.-μσν.
(κατά τον μεσαίωνα) ευγενής, ευπατρίδης
μσν.-αρχ.
1. αυτός που οδηγεί ή ιππεύει άλογα, έμπειρος της ιππευτικής, ιππέας («οἵ τε ἱππόται καὶ οἱ τὰς λόγχας κάτω τράποντες», Ηρόδ.)
2. ως επίθ. ιππικόςἱππότης στρατός» — το ιππικό, Πλούτ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἵππος. Η αρχική σημασία της λ. ἱππότης ήταν «οδηγός άρματος» ή «αυτός που αφορά στους ίππους». Με τη σημασία «ευγενής, μέλος τάγματος ευγενών» η λ. πρέπει να είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. chevalier < λατ. caballarius].
(II)
η (Α ἱππότης, -ητος) ίππος
(φιλοσ.) γενική έννοια που προσδιορίζει την ίππεια φύση και περιέχει τα βασικά και σταθερά γνωρίσματα του ίππου ανεξάρτητα από τις ιδιαιτερότητες του ενός ή του άλλου συγκεκριμένου ίππου.