ἰσοφόρος: Difference between revisions
Φίλους ἔχων νόμιζε θησαυροὺς ἔχειν → Tibi si est amicus, esse thesaurum puta → Mit Freunden, glaub es nur, besitzt du einen Schatz
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?)(\n\}\}\n\{\{grml\n\|mltxt=)(.*?\n\}\}\n)" to "\1<br />\3") |
(1ab) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἰσοφόρος:''' выносящий одинаковую тяжесть, т. е. одинаково сильный ([[βόες]] Hom.). | |elrutext='''ἰσοφόρος:''' выносящий одинаковую тяжесть, т. е. одинаково сильный ([[βόες]] Hom.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ἰσο-[[φόρος]], ον [[φέρω]]<br />[[bearing]] or [[drawing]] [[equal]] weights, [[equal]] in [[strength]], Od. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:45, 9 January 2019
English (LSJ)
ον,
A bearing or drawing equal weights, equal in strength, βόες . . ἥλικες, ἰσοφόροι Od.18.373; τὰ σκέλη τοῖς ὤμοις -φόρα ἔχειν X.Smp.2.20. II proparox., moving regularly, Poll.4.97.
German (Pape)
[Seite 1268] gleichtragend, gleich stark; βόες, die gleich ziehen, Od. 18, 373; – οἶνος, starker Wein, der eben so viel beigemischtes Wasser erträgt; – ἰσόφορος, sich gleichmäßig bewegend, ὀρχηστής Poll. 4, 97.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσοφόρος: -ον, φέρων ἢ ἕλκων ἴσα βάρη, ἴσος κατὰ τὴν ἰσχὺν ἢ δύναμιν, βόες… ἥλικες, ἰσοφόροι Ὀδ. Σ. 373. ΙΙ. προπαροξ., ἰσοφόρος, ἐπὶ ὀρχηστοῦ, ὁ κινούμενος κανονικῶς, ὁμαλῶς, Πολυδ. Δ΄, 97.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui porte une charge égale à sa force, càd fort, robuste.
Étymologie: ἴσος, φέρω.
Greek Monolingual
ἰσόφορος, -ον (Α)
(για ορχηστή) αυτός που κινείται με κανονικό ρυθμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -φόρος (< φέρω), πρβλ. θεό-φορος φαρετρή-φορος].
ἰσοφόρος, -ον (Α)
αυτός που φέρει ή έλκει ίσα βάρη «βόες ἥλικες... ἰσοφόροι», Ομ.Οδ)..
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -φόρος (< φέρω), πρβλ. δρεπανη-φόρος, καρπο-φόρος. Η παροξυτονία προσδίδει στο συνθ. ενεργ. σημασία].
Greek Monotonic
ἰσοφόρος: -ον (φέρω), αυτός που φέρει ή έλκει ίσα βάρη, ισοδύναμος, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
ἰσοφόρος: выносящий одинаковую тяжесть, т. е. одинаково сильный (βόες Hom.).
Middle Liddell
ἰσο-φόρος, ον φέρω
bearing or drawing equal weights, equal in strength, Od.