πρόκα: Difference between revisions
τηλέφαντον κυανέας χθονὸς ἄστρον → far-shining star of the blue land
(2b) |
m (Text replacement - "————————" to "<br />") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />και [[πρόκατε]] Α<br />(ιων. επίρρ.) [[ευθύς]], [[αμέσως]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίρρ. παράγεται από την [[πρόθεση]] <i>πρό</i> με [[επίθημα]] -<i>κα</i>, που δεν συνδέεται όμως με το [[χρονικό]] [[μόριο]] τών [[αὐτίκα]], [[τηνίκα]], [[τόκα]], [[αλλά]] με το [[επίθημα]] του σλαβ. <i>prokŭ</i> «υπολειπόμενος» και του λατ. συνθ. <i>reci</i>-<i>procus</i> «αυτός που βαδίζει [[πίσω]]». Ο τ. [[πρόκατε]] <span style="color: red;"><</span> [[πρόκα]] <span style="color: red;">+</span> <i>τε</i> (<b>πρβλ.</b> [[αὖτε]], [[ἔπειτε]])]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />και [[πρόκατε]] Α<br />(ιων. επίρρ.) [[ευθύς]], [[αμέσως]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίρρ. παράγεται από την [[πρόθεση]] <i>πρό</i> με [[επίθημα]] -<i>κα</i>, που δεν συνδέεται όμως με το [[χρονικό]] [[μόριο]] τών [[αὐτίκα]], [[τηνίκα]], [[τόκα]], [[αλλά]] με το [[επίθημα]] του σλαβ. <i>prokŭ</i> «υπολειπόμενος» και του λατ. συνθ. <i>reci</i>-<i>procus</i> «αυτός που βαδίζει [[πίσω]]». Ο τ. [[πρόκατε]] <span style="color: red;"><</span> [[πρόκα]] <span style="color: red;">+</span> <i>τε</i> (<b>πρβλ.</b> [[αὖτε]], [[ἔπειτε]])].<br /> <b>(II)</b><br />και [[πρόκκα]], η, Ν<br />μικρό ξύλινο ή μεταλλικό [[καρφί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> βενετ. <i>broca</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 11:55, 9 January 2019
English (LSJ)
Ion. Adv.
A forthwith, straightway, Hp. ap. Gal.19.132, A.R. 1.688; in Hdt. πρόκα τε or πρόκατε, 1.111, 6.134, 8.65, 135; so also in Call. in PSI19.1092.52.
German (Pape)
[Seite 726] ion. adv., sofort, sogleich, plötzlich, Her. 1, 111. 6, 134. 8, 65. 135; Ap. Rh.; scheint unmittelbar von πρό abgeleitet, wie das niederdeutsche forts, Lob. Phryn. p. 51.
Greek (Liddell-Scott)
πρόκᾰ: Ἰωνικ. ἐπίρρ. εὐθύς, παραχρῆμα, ἐξαίφνης, πρόκα τελλομένου ἔτεος στάχυν ἀμήσονται Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 688· παρ’ Ἡροδ. πρόκα τε ἢ πρόκατε 1. 111., 6. 134., 8. 65. 135. (Πιθαν. ἐκτεταμένος τύπος τῆς προθ. πρό, αὐτίκα, ἡνίκα, καὶ ἰδὲ Λοβέκ. εἰς Φρύν. 51).
French (Bailly abrégé)
ou πρόκατε;
adv.
tout à coup, subitement.
Étymologie: DELG πρό, -κα ; cf. lat. reci-procus.
Greek Monolingual
(I)
και πρόκατε Α
(ιων. επίρρ.) ευθύς, αμέσως.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. παράγεται από την πρόθεση πρό με επίθημα -κα, που δεν συνδέεται όμως με το χρονικό μόριο τών αὐτίκα, τηνίκα, τόκα, αλλά με το επίθημα του σλαβ. prokŭ «υπολειπόμενος» και του λατ. συνθ. reci-procus «αυτός που βαδίζει πίσω». Ο τ. πρόκατε < πρόκα + τε (πρβλ. αὖτε, ἔπειτε)].
(II)
και πρόκκα, η, Ν
μικρό ξύλινο ή μεταλλικό καρφί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βενετ. broca].
Greek Monotonic
πρόκᾰ: (πρό), Ιων. επίρρ., ευθύς, αμέσως, ξαφνικά, σε Ηρόδ.· πρόκατε ή πρόκατε.
Russian (Dvoretsky)
πρόκᾰ: adv.
1) тотчас (же): καὶ π. τε (или πρόκατε) πυνθάνομαι Her. я тотчас же узнал;
2) вдруг, внезапно (καὶ π. τε φρίκης αὐτὸν ὑπελθούσης Her.).
Frisk Etymological English
Grammatical information: Adv.
Meaning: instantly, suddenly (Hp., A. R.).
Other forms: -τε (Hdt., Call.).
Origin: IE [Indo-European] [815] *pro-k- in front
Etymology: Formation as the also temporal αὑτί-κα, τηνί-κα, τό-κα; clearly from πρό (be)fore, forward. The suffix can be inherited with correspondence in OCS prokъ remaining, Lat. reci-procus returning on the same road (prop. *backwards and forward directed), proc-erēs chiefs, nobles, procul far away. The finak -α is ambiguous: like ἅμα, τάχα etc. or acc. pl. ? Lit. in Schwyzer 496 : 16,2 and in W.-Hofmann s.vv., Vasmer s. prók, also in WP. 2, 37 (Pok. 815). -- The added -τε as in ἐπεί-τε, αὖ-τε a.o.