φρυαγμοσέμνακος: Difference between revisions

From LSJ

ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν ὑδρορρόαι δύο ῥέουσιν μέλανος → two streams of black run from the eyes

Source
(4b)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''φρυαγμοσέμνᾰκος:''' ирон. величественно фыркающий (τρόποι Arph.).
|elrutext='''φρυαγμοσέμνᾰκος:''' ирон. величественно фыркающий (τρόποι Arph.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=φρυαγμο-σέμνᾰκος, ον,<br />[[wanton]] and [[haughty]], Ar.
}}
}}

Revision as of 12:15, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φρυαγμοσέμνᾰκος Medium diacritics: φρυαγμοσέμνακος Low diacritics: φρυαγμοσέμνακος Capitals: ΦΡΥΑΓΜΟΣΕΜΝΑΚΟΣ
Transliteration A: phryagmosémnakos Transliteration B: phryagmosemnakos Transliteration C: fryagmosemnakos Beta Code: fruagmose/mnakos

English (LSJ)

ον,

   A wanton and haughty, ἔχων τρόπους φ., coined to describe Bdelycleon in Ar.V.135.

German (Pape)

[Seite 1310] unbändig stolz, kom. Wort von einem Menschen, der mit unbändigem Uebermuthe den Schein der Gravität verbindet, τρόπος, Ar. Vesp. 135; alte f. L. ist ὀφρυαγμοσέμνακος.

Greek (Liddell-Scott)

φρυαγμοσέμνᾰκος: -ον, γαῦρος καὶ ἀλαζὼνἀλαζὼν καὶ σοβαρός, ἔχων τρόπους φρ., λέξις χαλκευθεῖσα πρὸς περιγραφὴν Βδελυκλέωνος ἐν Ἀριστοφ. Σφ. 135· πρβλ. φρύαγμα ΙΙ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à la fois hautain et solennel, d’une morgue prétentieuse.
Étymologie: φρυαγμός, σεμνός.

Greek Monolingual

-ον, Α αγέρωχος και αλαζονικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρύαγμα + σεμνός + επίθημα -ακος (πρβλ. τριβ-ακός)].

Greek Monotonic

φρυαγμοσέμνᾰκος: -ον, ακόλαστος και αλαζόνας, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

φρυαγμοσέμνᾰκος: ирон. величественно фыркающий (τρόποι Arph.).

Middle Liddell

φρυαγμο-σέμνᾰκος, ον,
wanton and haughty, Ar.