αἰσχρουργία: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu

Menander, Monostichoi, 198
(2)
(1a)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''αἰσχρουργία:''' ἡ (*[[ἔργω]]), ξεδιάντροπη [[συμπεριφορά]], αναίσχυντη [[διαγωγή]], σε Ευρ.
|lsmtext='''αἰσχρουργία:''' ἡ (*[[ἔργω]]), ξεδιάντροπη [[συμπεριφορά]], αναίσχυντη [[διαγωγή]], σε Ευρ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[*[[ἔργω]]<br />[[shameless]] [[conduct]], Eur.
}}
}}

Revision as of 12:34, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰσχρουργία Medium diacritics: αἰσχρουργία Low diacritics: αισχρουργία Capitals: ΑΙΣΧΡΟΥΡΓΙΑ
Transliteration A: aischrourgía Transliteration B: aischrourgia Transliteration C: aischrourgia Beta Code: ai)sxrourgi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A shameless conduct, E.Ba.1062: pl., D.Chr.4.102.    II obscenity, Aeschin.2.99, cf. Plu.2.1044b.

Greek (Liddell-Scott)

αἰσχρουργία: ἡ, συνηρ. ἀντί τοῦ αἰσχροεργία, ἀναίσχυντος διαγωγή, Εὐρ. Βάκχ. 1066· πληθ. Εὐσέβ. Ἐκκλ. Ἱστ. 8. 14, 12. ΙΙ. ἀκολασία, τὸ πράττειν τὰ αἰσχρά, Αἰσχίν. 41. 13.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
action honteuse.
Étymologie: αἰσχρός, ἔργον.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 conducta obscena μαινάδων E.Ba.1062, cf. Aeschin.2.99.
2 acción obscena, obscenidad ἅπτομαι αἰσχρουργίας Plu.2.1044b, cf. Luc.Pseudol.27, D.Chr.4.102.

Greek Monolingual

η (Α αἰσχρουργία) αἰσχρουργός
1. αναίσχυντη διαγωγή
2. αισχρή πράξη, ακολασία.

Greek Monotonic

αἰσχρουργία: ἡ (*ἔργω), ξεδιάντροπη συμπεριφορά, αναίσχυντη διαγωγή, σε Ευρ.

Middle Liddell

[*ἔργω
shameless conduct, Eur.