ἀκατάκριτος: Difference between revisions

From LSJ

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
(1)
(1a)
Line 36: Line 36:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀκατάκρῐτος:''' несудимый: ἀκατάκριτόν τινα μαστίζειν NT бичевать кого-л. без суда.
|elrutext='''ἀκατάκρῐτος:''' несудимый: ἀκατάκριτόν τινα μαστίζειν NT бичевать кого-л. без суда.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κατακρίνω]]<br />uncondemned, NTest.
}}
}}

Revision as of 12:40, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκατάκρῐτος Medium diacritics: ἀκατάκριτος Low diacritics: ακατάκριτος Capitals: ΑΚΑΤΑΚΡΙΤΟΣ
Transliteration A: akatákritos Transliteration B: akatakritos Transliteration C: akatakritos Beta Code: a)kata/kritos

English (LSJ)

ον,

   A uncondemned, Act.Ap.16.37, 22.25.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκατάκρῐτος: -ον, ὁ μὴ κατακριθείς, Πράξ. Ἀποστ. ιϛ΄, 37., κβ΄, 25. - Ἐπίρρ. -τως, Εὐστ. κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non condamné.
Étymologie: ἀ, κατακρίνω.

Spanish (DGE)

-ον
I 1no juzgado, no condenado εἰ ἄνθρωπον Ῥωμαῖον καὶ ἀκατάκριτον ἔξεστιν ὑμῖν μαστίζειν; ¿podéis azotar a un ciudadano romano y sin que haya sido juzgado?, Act.Ap.22.25, cf. 16.37.
2 no condenable ἀ. ὁ ἐσθίων καὶ πίνων διὰ τὴν πίστιν Pall.H.Laus.proem.13.
II adv. -ως sin ser juzgado Dion.Ar.EH 118.1, Marc.Er.Leg.73.

English (Abbott-Smith)

English (Strong)

from Α (as a negative particle) and a derivative of κατακρίνω; without (legal) trial: uncondemned.

English (Thayer)

(κατακρίνω), uncondemned; punished without being tried: Acts 22:25. (Not found in secular writings.)

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκατάκριτος, -ον) κατακρίνω
1. αυτός που δεν έχει καταδικαστεί
2. που δεν κατηγορήθηκε ή δεν μπορεί να κατακριθεί για τίποτέ
3. επίρρ. ἀκατακρίτως
χωρίς κατάκριση, ελεύθερα, άφοβα
«ἀκατακρίτως τολμᾱν ἐπικαλεῑσθαί σε» (Ιω. Χρυσόστομος).

Greek Monotonic

ἀκατάκρῐτος: -ον (κατακρίνω), αυτός που δεν καταδικάσθηκε, που δεν κατακρίθηκε, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

ἀκατάκρῐτος: несудимый: ἀκατάκριτόν τινα μαστίζειν NT бичевать кого-л. без суда.

Middle Liddell

κατακρίνω
uncondemned, NTest.