ἀκριτόμυθος: Difference between revisions

From LSJ

ἡ γὰρ σιωπὴ μαρτυρεῖ τὸ μὴ θέλειν → silence is evidence of unwillingness (Menander)

Source
(1)
(1a)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀκρῐτόμῡθος:''' <b class="num">1)</b> бессвязно болтающий, говорящий вздор ([[Θερσίτης]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> бессвязный, путаный (ὄνειροι Hom.).
|elrutext='''ἀκρῐτόμῡθος:''' <b class="num">1)</b> бессвязно болтающий, говорящий вздор ([[Θερσίτης]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> бессвязный, путаный (ὄνειροι Hom.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">I.</b> [[recklessly]] or [[confusedly]] [[babbling]], Il.<br /><b class="num">II.</b> [[hard]] of [[interpretation]], Od.
}}
}}

Revision as of 12:45, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκρῐτόμῡθος Medium diacritics: ἀκριτόμυθος Low diacritics: ακριτόμυθος Capitals: ΑΚΡΙΤΟΜΥΘΟΣ
Transliteration A: akritómythos Transliteration B: akritomythos Transliteration C: akritomythos Beta Code: a)krito/muqos

English (LSJ)

ον,

   A confusedly babbling, Il.2.246, Ph.1.111.    II ὄνειροι ἀ. hard of discernment, Od.19.560.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκρῐτόμῡθος: -ον, ὁ ἀπερισκέπτως ἢ συγκεχυμένως λαλῶν, Ἰλ. Β. 246· πρβλ. ἄκριτος, Ι.1. ΙΙ. ὄνειροι ἀκρ., δυσερμήνευτοι, Ὀδ. Τ. 560.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 à la parole confuse;
2 au langage ou au sens confus;
3 aux propos imprudents.
Étymologie: ἄκριτος, μῦθος.

Spanish (DGE)

(ἀκρῐτόμῡθος) -ον
1 confuso charlatán Θερσίτης Il.2.246, γυνή GDRK 29.55, cf. EM 538.33G.
dicho sin pensar λόγος de un oráculo, op. κεκριμένος Ph.1.111, cf. Ph.1.695.
2 de sentido incomprensible ὄνειρος Od.19.560.

Greek Monolingual

-ο (Α ἀκριτόμυθος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που δεν κρατά μυστικό, που ανακοινώνει τα απόρρητα που του έχουν εμπιστευθεί
αρχ.
1. αυτός που φλυαρεί ανόητα και συγκεχυμένα
2. φρ. «ὄνειροι ἀκριτόμυθοι», όνειρα δυσερμήνευτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκριτος + -μυθος < μῦθος.
ΠΑΡ. μσν. ἀκριτομυθῶ
(μσν. νεοελλ.) ακριτομυθία].

Greek Monotonic

ἀκρῐτόμῡθος: -ον, I. αυτός που φλυαρεί απερίσκεπτα ή συγκεχυμένα, σε Ομήρ. Ιλ.
II. δυσερμήνευτος, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀκρῐτόμῡθος: 1) бессвязно болтающий, говорящий вздор (Θερσίτης Hom.);
2) бессвязный, путаный (ὄνειροι Hom.).

Middle Liddell


I. recklessly or confusedly babbling, Il.
II. hard of interpretation, Od.