ἀπανθίζω: Difference between revisions
Νικᾷ γὰρ αἰεὶ διαβολὴ τὰ κρείττονα → Calumniae mos vincere id, quod rectius → Verleumdung siegt stets über das, was besser ist
(1) |
(1a) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀπανθίζω:''' <b class="num">1)</b> срывать цветы: ματαίαν γλῶσσαν ἀ. Aesch. произносить цветистые речи, празднословить;<br /><b class="num">2)</b> med. собирать с цветов мед (κατὰ τὴν μέλιτταν Luc.);<br /><b class="num">3)</b> med. перен. тщательно выискивать, подбирать (τὴν ἱστορίαν Plut.; τι τοῦ κάλλους Luc.). | |elrutext='''ἀπανθίζω:''' <b class="num">1)</b> срывать цветы: ματαίαν γλῶσσαν ἀ. Aesch. произносить цветистые речи, празднословить;<br /><b class="num">2)</b> med. собирать с цветов мед (κατὰ τὴν μέλιτταν Luc.);<br /><b class="num">3)</b> med. перен. тщательно выискивать, подбирать (τὴν ἱστορίαν Plut.; τι τοῦ κάλλους Luc.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=<br />to [[pluck]] off flowers, Lat. decerpere: metaph., ματαίαν γλῶσσαν ἀπανθίσαι to [[cull]] the flowers of [[idle]] [[talk]], i. e. [[talk]] at [[random]], Aesch.:—Mid. to [[gather]] [[honey]] from flowers, to [[cull]] the [[best]] of, Luc. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:59, 9 January 2019
English (LSJ)
A pluck off flowers: metaph., ματαίαν γλῶσσαν ἀπανθίσαι cull the flowers of idle talk, A.Ag.1662; Ἄρης φιλεῖ . . τὰ λῷστα πάντ' ἀπανθίζειν (Kidd for πάντα τἀνθρώπων) cut off all the best, Id.Fr. 100; ἀπανθίζειν ἐπεχείρει τοὺς Φρύγας Ἀχιλλεύς Polion ap.Phryn.PS p.162 B.:—Med., gather honey from flowers, Luc.Pisc.6; pick out flowers, Asin.54: metaph., cull the best of a thing, Plu.2.3cd, Luc. Merc.Cond.39, Philostr.VS2.1.14. 2 Pass., to be withered, Phryn. PSp.9B.
German (Pape)
[Seite 278] Blumen abpflücken; übertr., ματαίαν γλῶσσαν, καὶ ἐκβαλεῖν ἔπη τοιαῦτα Aesch. Ag. 1647. – Gew. med., das Beste für sich einsammeln, wie eine Biene, ἀπανθισάμενος Luc. Pisc. 6; τὶ τοῦ κάλλους musc. enc. 10; Plut. u. a. Sp. – Pass. ἀπηνθίσθαι B. A. 7, ἀποβεβληκέναι τὸ ἄνθος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπανθίζω: μέλλ. -ίσω, ἀποδρέπω ἄνθη, Λατ. decerpere: ἀλλὰ τούσδ’ ἐμοὶ ματαίαν γλῶσσαν ὧδ’ ἀπανθίσαι, ἀλλὰ νὰ φαντασθῇ τις ὅτι οὗτοι οἱ ἄνθρωποι θά με ἔρραινον μὲ τὰ ἄνθη τῆς ματαιολόγου αὐτῶν γλώσσης! Αἰσχύλ. Ἀγ. 1662· Ἄρης φιλεῖ… τὰ λῷστα πάντ’ ἀπανθίζειν (κατὰ Conington ἀντὶ πάντα τἀνθρώπων), νὰ ἀποκόπτῃ, ἀποδρέπῃ, πάντας τοὺς ἀρίστους, ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 98: - Μέσ. συλλέγω μέλι ἐξ ἀνθέων, Λουκ. Ἁ. - λ. 6: μεταφ. ἀποδρέπω, συλλέγω, λαμβάνω, τὸ κάλλιστον μέρος πράγματός τινος, Πλούτ. 2. 30C, Λουκ. Περὶ τ. ἐπὶ μισθ. συν. 39, Φιλόστρ. 565, πρβλ. λωτίζομαι.
French (Bailly abrégé)
f. ἀπανθίσω, ao. ἀπήνθισα, pf. Pass. ἀπήνθισμαι;
cueillir en sa fleur, cueillir la fleur de, acc.;
Moy. ἀπανθίζομαι puiser le suc d’une fleur ; fig. cueillir pour soi la fleur de.
Étymologie: ἀπό, ἀνθίζω.
Spanish (DGE)
I tr.
1 fig. cortar la flor o lo más selecto e.d. diezmar Ἄρης φιλεῖ ... τὰ λῷστα πάντ' ἀπανθίζειν A.Fr.146 (ap. crít.), τοὺς Φρύγας Polión en Phryn.PS Fr.234
•recoger, recolectar ἀλλὰ τούσδ' ἐμοὶ ματαίαν γλῶσσαν ὧδ' ἀπανθίσαι ¡que estos corten contra mí la flor de una lengua insensata! A.A.1662.
2 en v. med. coger flores para sí τῶν ἀνθῶν τὰ ῥόδα Luc.Asin.54
•fig. escoger lo más selecto Plu.2.30d, Luc.Merc.Cond.39, Philostr.VS 565.
3 en v. med. libar κατὰ τὴν μέλιτταν Luc.Pisc.6.
II intr., en v. med. marchitarse Phryn.PS p.9.
Greek Monolingual
(Α ἀπανθίζω, Μ ἀπανθίζομαι)
νεοελλ.
δεν βγάζω πια λουλούδια, διακόπτεται η ανθοφορία μου
(αρχ. -μσν., -ομαι)
μαζεύω λουλούδια
αρχ.
1. (-ω) κόβω άνθη
2. (-ω κ. -ομαι) διαλέγω το καλύτερο μέρος από κάτι.
Greek Monotonic
ἀπανθίζω: μέλ. -ίσω, δρέπω, κόβω άνθη, Λατ. decerpere· μεταφ., ματαίαν γλῶσσαν ἀπανθίσαι, δρέπω τα άνθη της ματαιολογίας, δηλ. μιλώ άσκοπα, απερίσκεπτα, σε Αισχύλ. — Μέσ., συλλέγω μέλι από τα άνθη, λαμβάνω το άριστο μέρος από κάτι, τον «ανθό» του, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀπανθίζω: 1) срывать цветы: ματαίαν γλῶσσαν ἀ. Aesch. произносить цветистые речи, празднословить;
2) med. собирать с цветов мед (κατὰ τὴν μέλιτταν Luc.);
3) med. перен. тщательно выискивать, подбирать (τὴν ἱστορίαν Plut.; τι τοῦ κάλλους Luc.).
Middle Liddell
to pluck off flowers, Lat. decerpere: metaph., ματαίαν γλῶσσαν ἀπανθίσαι to cull the flowers of idle talk, i. e. talk at random, Aesch.:—Mid. to gather honey from flowers, to cull the best of, Luc.