ἐρυσίπτολις: Difference between revisions
Δύο γὰρ, ἐπιστήμη τε καὶ δόξα, ὧν τὸ μὲν ἐπίστασθαι ποιέει, τὸ δὲ ἀγνοεῖν → Two different things are science and belief: the one brings knowledge, the other ignorance
(2) |
(1ab) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἐρῠσίπτολις:''' ιος ἡ градохранительница, защитница городов (эпитет Афины) Hom., HH. | |elrutext='''ἐρῠσίπτολις:''' ιος ἡ градохранительница, защитница городов (эпитет Афины) Hom., HH. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ἐρύομαι]]<br />[[protecting]] the [[city]], Il. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:10, 9 January 2019
English (LSJ)
ὁ, ἡ, (ἐρύω B)
A protecting the city, epith. of Athena, Il.6.305 codd. (ῥυσ- Sch.), h.Hom.11.1,28.3.
German (Pape)
[Seite 1037] ἡ, Städteschirmerinn, -Retterinn, Athene, Il. 6, 301 im voc., wie H. h. 11, 1. 28, 3.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρῠσίπτολις: ὁ, ἡ, (ἐρύομαι) ἐπίθετον τῆς Ἀθηνᾶς, ἡ προστατεύουσα, ὑπερασπίζουσα τὴν πόλιν, πότνι’ Ἀθηναίη, ἐρυσίπτολι (ἀλλ’ ἐν ταῖς ἀρίσταις νεωτάταις ἐκδόσεσιν ἐπικρατεῖ ἡ γραφὴ ῥυσίπτολι) Ἰλ. Ζ. 305, Ὁμ. Ὕμν. 10. 1. 28. 3.
French (Bailly abrégé)
ιος;
voc. ι;
protectrice des villes (Athéna).
Étymologie: ἐρύω, πτόλις.
English (Autenrieth)
(ἐρύω): city-rescuing, city-protecting, epith. of Athēna, Il. 6.305†.
Greek Monolingual
ἐρυσίπτολις, ὁ, ἡ (AM)
ο προστάτης της πόλης
αρχ.
επίθ. της Αθηνάς («Ἀθηναίη ἐρυσίπτολι», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερύω (II) + πτόλις, επικ. χ. αντί πόλις.
Greek Monotonic
ἐρῠσίπτολις: ὁ, ἡ (ἐρύομαι), αυτός που προστατεύει την πόλη, πολιούχος, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ἐρῠσίπτολις: ιος ἡ градохранительница, защитница городов (эпитет Афины) Hom., HH.
Middle Liddell
ἐρύομαι
protecting the city, Il.