βεβηλόω: Difference between revisions
ξύλον ἀγκύλον οὐδέποτ' ὀρθόν → a bent board is never straight
(1b) |
(1a) |
||
Line 36: | Line 36: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''βεβηλόω:''' осквернять NT. | |elrutext='''βεβηλόω:''' осквернять NT. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[from [[βέβηλος]]<br />to [[profane]], NTest. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:11, 9 January 2019
English (LSJ)
A profane, τὸ σάββατον LXX Ex.31.14, Ev.Matt.12.5; τὰ ἀνθρώπινα Jul.Or.7.228d. 2 pollute, defile, τινά LXX Le.21.9, Hld.2.25.
German (Pape)
[Seite 440] entheiligen, entweihen, Hel.; VLL.
Greek (Liddell-Scott)
βεβηλόω: καταπατῶ, καταλύω, ἀθετῶ, τὸ σάββατον Ἑβδ. (Ἐξοδ. λαʹ, 14), Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιβʹ, 5. 2) μιαίνω, μολύνω, τινὰ Ἑβδ. (Λευ. καʹ, 9), Ἡλιόδ. 2. 25.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 profaner (un temple);
2 souiller;
3 exclure (d’un lieu saint) comme profane.
Étymologie: βέβηλος.
Spanish (DGE)
1 profanar c. ac. de abstr. o de lugares ὁ βεβηλῶν αὐτό (τὸ σάββατον) LXX Ex.31.14, cf. Eu.Matt.12.5, τὸ ὄνομα τὸ ἅγιον LXX Le.18.21, τὰ δῶρα τοῦ θεοῦ ἐν ἀνομίαις LXX Psalm.Salom.2.3, ἱερὰ καὶ τεμένη θεῶν Hld.2.25.3, cf. 10.36.3, en v. pas. τὰ ἅγιά σου καταπεπάτηνται καὶ βεβήλωνται tu santuario está hollado y profanado LXX 1Ma.3.51, βεβηλουμένων ὁμοῦ τοῖς θείοις τῶν ἀνθρωπίνων profanadas las leyes humanas así como las divinas Iul.Or.7.228c, ἵνα μὴ βεβηλωθῇ τὸ ὄνομα αὐτοῦ παρ' αὐτοῖς Iust.Phil.Dial.21.1, cf. LXX Ps.9.26, Cyr.Al.M.69.781A, Hsch.
2 deshonrar c. ac. de pers. ἐβεβήλουν με πρὸς τὸν λαόν μου me deshonraron ante mi pueblo LXX Ez.13.19, en v. pas. θυγάτηρ ἀνθρώπου ἱερέως ἐὰν βεβηλωθῇ τοῦ ἐκπορνεῦσαι LXX Le.21.9.
English (Abbott-Smith)
† βεβηλόω, -ῶ (< βέβηλος), [in LXX chiefly for חלל;]
to profane: τ. σάββατον, Mt 12:5; τ. ἱερόν, Ac 24:6 (Cremer, 141).†SYN.: κοινόω, q.v.
English (Strong)
from βέβηλος; to desecrate: profane.
English (Thayer)
βεβηλῶ; 1st aorist ἐβεβήλωσα; (βέβηλος); to profane, desecrate: τό σάββατον, τά ἱερόν, Sept. for חִלֵּל; Heliodorus 2,25.)
Greek Monotonic
βεβηλόω: μέλ. -ώσω, βλασφημώ, βεβηλώνω, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
βεβηλόω: осквернять NT.