προσοικειόω: Difference between revisions

From LSJ

ἐν γὰρ χερσὶ τέλος πολέμου, ἐπέων δ' ἐνὶ βουλῇ → War finds its end in arms, words find their end in debate (Iliad 16.630)

Source
(4)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''προσοικειόω:''' сближать, роднить: π. ἑαυτόν τινι κατὰ [[γένος]] Plut. возводить свой род к кому-л.; οἱ προσῳκειωμένοι Diod. близкие родственники.
|elrutext='''προσοικειόω:''' сближать, роднить: π. ἑαυτόν τινι κατὰ [[γένος]] Plut. возводить свой род к кому-л.; οἱ προσῳκειωμένοι Diod. близкие родственники.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ώσω<br />to [[assign]] to one as his own, τί τινι Strab.:— προσῳκείου ἑαυτὸν Ἀντώνιος Ἡρακλεῖ associated [[himself]] with [[Hercules]], Plut.
}}
}}

Revision as of 13:20, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσοικειόω Medium diacritics: προσοικειόω Low diacritics: προσοικειόω Capitals: ΠΡΟΣΟΙΚΕΙΟΩ
Transliteration A: prosoikeióō Transliteration B: prosoikeioō Transliteration C: prosoikeioo Beta Code: prosoikeio/w

English (LSJ)

   A assign to, Ἔφορος Κιμμερίοις προσοικειῶν τόπον Str.5.4.5.    2 associate with, προσῳκείου ἑαυτὸν Ἀντώνιος Ἡρακλεῖ . . Plu.Ant.60.    3 adapt, Asp. in EN26.11.    II Pass., οἱ προσῳκειωμένοι near relations, D.S.3.9.    2 = οἰκειόω 11.1 b, Phld.D.3.2; πρὸς τὴν ἡδονήν Gal.4.819.    3 Astrol., to be associated in domicile with, Κρόνος -ωθεὶς τῇ Σελήνῃ Vett. Val.101.33.

German (Pape)

[Seite 774] verwandt, vertraut machen, med. sich Einen zum Freunde oder Vertrauten machen; οἱ προσῳκειωμένοι, die nächsten Anverwandten, D. Sic. u. a. Sp.; Plut. sagt Anton. 60 προσῳκείου δὲ ἑαυτὸν Ἡρακλεῖ κατὰ γένος καὶ Διονύσῳ κατὰ τὸν τοῦ βίου ζῆλον. – Uebh. sich Etwas zueignen, Sp., wie Plut.

Greek (Liddell-Scott)

προσοικειόω: ἀπονέμω τι εἴς τινα ὡς οἰκεῖον αὐτῷ, τινί τι Στράβ. 244· - προσῳκείου ἑαυτὸν Ἀντώνιος Ἡρακλεῖ, παρίστανεν ἑαυτὸν οἰκεῖον πρός..., Πλουτ. Ἀντών. 60. ΙΙ. Παθ., οἰκειοῦμαι πρός τινα, τινι Κλήμ. Ἀλ. 488· οἱ προσῳκειωμένοι, οἱ πλησίον συγγενεῖς, Διόδ. 3. 9.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
apparenter : τινά τινι une personne à une autre.
Étymologie: πρός, οἰκειόω.

Greek Monotonic

προσοικειόω: μέλ. -ώσω, απονέμω κάτι σε κάποιον ως δικό του, τί τινι, σε Στράβ.· προσῳκείου ἑαυτὸν Ἀντώνιος Ἡρακλεῖ, συσχέτιζε τον εαυτό του με τον Ηρακλή, σε Πλούτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσοικειόω [πρός, οἶκος] zich verbinden met.

Russian (Dvoretsky)

προσοικειόω: сближать, роднить: π. ἑαυτόν τινι κατὰ γένος Plut. возводить свой род к кому-л.; οἱ προσῳκειωμένοι Diod. близкие родственники.

Middle Liddell

fut. ώσω
to assign to one as his own, τί τινι Strab.:— προσῳκείου ἑαυτὸν Ἀντώνιος Ἡρακλεῖ associated himself with Hercules, Plut.