κορυθαίολος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ οὐκ ἐκδικᾶταί σου ἡ χείρ, καὶ οὐ μηνιεῖς τοῖς υἱοῖς τοῦ λαοῦ σου καὶ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν· ἐγώ εἰμι κύριος. Τὸν νόμον μου φυλάξεσθε → Let your hand not seek vengeance; do not show wrath toward the children of your people; love your neighbor as yourself. I am the Lord! Keep my Torah! (Leviticus 19:18f. LXX)

Source
(3)
(1ba)
Line 16: Line 16:
{{elru
{{elru
|elrutext='''κορῠθαίολος:''' Hom., Arph. = [[κορυθάϊξ]].
|elrutext='''κορῠθαίολος:''' Hom., Arph. = [[κορυθάϊξ]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κορῠθ-αίολος, ον<br />with [[glancing]] [[helm]], Il.
}}
}}

Revision as of 13:45, 9 January 2019

Greek (Liddell-Scott)

κορῠθαίολος: (οὕτως παρ’ Ἀρκαδ. σ. 86· ἀλλ’ ὁ Εὐστ. 352. 28, -αιόλος), ον· (αἰόλλω)· ― κινῶν τὴν περικεφαλαίαν ταχέως, δηλ. ἔχων ἀπαστράπτουσαν περικεφαλαίαν, ἐπίθ. τοῦ Ἕκτορος, Ἰλ. Β· 816. κτλ.· ἅπαξ τοῦ Ἄρεως, Υ. 38· κ. νείκη Ἀριστοφ. Βάτρ. 818.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui agite la crinière de son casque, càd guerrier impétueux.
Étymologie: κόρυς, αἰόλλω.

English (Autenrieth)

with glancing helm; epith., esp. of Hector and Ares. (Il.)

Greek Monolingual

κορυθαίολος, -ον, και ποιητ. τ. κορυθαιόλος, -ον (Α)
1. (για τον Έκτορα και τον Άρη)
αυτός που κινεί ταχέως την περικεφαλαία ή το λοφίο της («Τρωσὶ μὲν ἡγεμόνευε μέγας κορυθαίολος Ἕκτωρ», Ομ. Ιλ.)
2. (κωμ. μτφ. για λογομαχία) σφοδρός («ίππολόφων τε λόγων κορυθαίολα νείκη», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόρυς, -υθ-ος + αἰόλος «γρήγορος»].

Greek Monotonic

κορῠθαίολος: -ον, αυτός που έχει απαστράπτουσα περικεφαλαία, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

κορῠθαίολος: Hom., Arph. = κορυθάϊξ.

Middle Liddell

κορῠθ-αίολος, ον
with glancing helm, Il.