μετέπειτα: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστι λέουσι καὶ ἀνδράσιν ὅρκια πιστά → there are no pacts between lions and men, between lions and men there are no oaths of faith, there can be no covenants between men and lions

Source
(3)
(1ba)
Line 36: Line 36:
{{elru
{{elru
|elrutext='''μετέπειτα:''' adv. потом, затем, после Hom., Her., Arst. etc.: τὸν μ. χρόνον Plat. в последующее время.
|elrutext='''μετέπειτα:''' adv. потом, затем, после Hom., Her., Arst. etc.: τὸν μ. χρόνον Plat. в последующее время.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[afterwards]], [[thereafter]], Hom.
}}
}}

Revision as of 14:30, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετέπειτα Medium diacritics: μετέπειτα Low diacritics: μετέπειτα Capitals: ΜΕΤΕΠΕΙΤΑ
Transliteration A: metépeita Transliteration B: metepeita Transliteration C: metepeita Beta Code: mete/peita

English (LSJ)

Adv.

   A afterwards, thereafter, Il.14.310, Od.10.519, al., Hdt.1.25, 3.36, 7.7, 197: rare in early Prose, ὁ μ. χρόνος Pl.Ep.353c, cf. Arist.EN1175a9; later, OGI177.14 (Egypt, i B. C.), LXX Ju.9.5, 3 Ma.3.24, Ep.Hebr.12.17.

German (Pape)

[Seite 158] nachher, hinterdrein, πρῶτα–, μετέπειτα δέ, Od. 10, 519 u. öfter; Her. 1, 25. 7, 7; τὸν μετέπειτα χρόνον, Plat. Ep. VIII, 353 c u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μετέπειτα: ἐπίρρ., μετὰ ταῦτα, κατόπιν, Ἰλ. Ξ. 310 (ἔνθα ἴδε τὸν Spitzn.), Ὀδ. Κ. 519, κ. ἀλλ.· - παρ’ Ἡροδ. (1. 25., 3. 36., 7. 7, 197) πρέπει πιθανῶς νὰ ἀποκατασταθῇ ὁ Ἰων. τύπος, μετέπειτεν. - Οὐδαμοῦ παρ’ Ἀττ. εἰμὴ ἐν Ἐπιστολ. Πλάτ. 353C, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 4, 6.

French (Bailly abrégé)

adv.
plus tard, dans la suite.
Étymologie: μετά, ἔπειτα.

English (Autenrieth)

afterward.

English (Strong)

from μετά and ἔπειτα; thereafter: afterward.

English (Thayer)

adverb, from Homer down, afterward, after that: 3 Maccabees 3:24.)

Greek Monolingual

(ΑΜ μετέπειτα, Α ιων. τ. μετέπειτεν)
επίρρ. κατόπιν, αργότερα, ακολούθως («καὶ μετέπειτα, θέλων κληρονομήσαι τὴν εὐλογίαν», ΚΔ)
νεοελλ.
1. (συν. με άρθρ. ως επίθετο) ο, η, το μετέπειτα
αυτός που ακολουθεί, ο κατοπινός
2. φρ. οι μετέπειτα
οι μεταγενέστεροι, οι απόγονοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + ἔπειτα.

Greek Monotonic

μετέπειτα: επίρρ., ύστερα, κατόπιν, σε Όμηρ.· Ιων. μετ-έπειτεν, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

μετέπειτα: adv. потом, затем, после Hom., Her., Arst. etc.: τὸν μ. χρόνον Plat. в последующее время.

Middle Liddell

afterwards, thereafter, Hom.