ἁπτός: Difference between revisions

From LSJ

μέγα γὰρ τὸ τῆς θαλάσσης κράτοςgreat is the power of the country that controls the sea, control of the sea is a great thing, the dominion of the sea is a great matter, the rule of the sea is a great matter, the rule of the sea is indeed a great matter, control of the sea is a paramount advantage

Source
(1b)
(1a)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἁπτός:''' <b class="num">1)</b> осязаемый ([[ὁρατός]] καὶ ἁ. Plat.);<br /><b class="num">2)</b> осязательный, осязающий (τὸ γευστόν ἐστιν ἁπτόν τι Arst.);<br /><b class="num">3)</b> ощутительный, заметный (διαφοραί Arst.).
|elrutext='''ἁπτός:''' <b class="num">1)</b> осязаемый ([[ὁρατός]] καὶ ἁ. Plat.);<br /><b class="num">2)</b> осязательный, осязающий (τὸ γευστόν ἐστιν ἁπτόν τι Arst.);<br /><b class="num">3)</b> ощутительный, заметный (διαφοραί Arst.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἅπτω]]<br />[[subject]] to the [[sense]] of [[touch]], Plat.
}}
}}

Revision as of 15:21, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁπτός Medium diacritics: ἁπτός Low diacritics: απτός Capitals: ΑΠΤΟΣ
Transliteration A: haptós Transliteration B: haptos Transliteration C: aptos Beta Code: a(pto/s

English (LSJ)

ή, όν, (ἅπτω)

   A tangible, ὁρατὰ ἢ ἁ. σώματα Pl.R.525d, cf. Ti. 32b, al., Arist.de An.424a12, Thphr.Od.64, etc.    II ἁπτά· φάρμακα, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

ἁπτός: -ή, -όν, (ἅπτω) ὁ εἰς τὴν αἴσθησιν τῆς ἁφῆς ὑποπίπτων, τὸ τοῦ Κικέρωνος tractabilis, ὁρατὰ καὶ ἁπτὰ σώματα Πλάτ. Πολ. 525D, πρβλ. Τίμ. 32Β, κ. ἀλλ., Ἀριστ. περὶ Ψυχ. 2.11, 1.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
tangible, palpable.
Étymologie: ἅπτω¹.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 que se puede tocar, tangible ὁρατὰ ἢ ἁ. σώματα Pl.R.525d, οὐρανὸν ὁρατὸν καὶ ἁπτόν Pl.Ti.32b, ἡ ἀφὴ τοῦ ἁπτοῦ καὶ ἀνάπτου Arist.de An.424a12, cf. Plot.4.5.4 (φαντασίαι) ἁπταὶ ... οὐκ οὖσαι Epicur.Fr.[72] 13, ἁπτὰ καὶ ὁρατὰ μιμήματα Plu.2.765a, τῶν ἁπτῶν ποιοτήτων ... καθάπερ γε καὶ τῶν γευστῶν Gal.8.115, cf. Porph.Abst.1.33, Thphr.Od.64, Diog.Oen.122.2.3
neutr. como adv. tangiblemente Plu.2.38a.
2 ἁπτά· φάρμακα Hsch.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἀπτός, -ή, -όν) άπτω
ο χειροπιαστός, ο ψηλαφητός.

Greek Monotonic

ἁπτός: -ή, -όν, αυτός που υπόκειται στην αίσθηση της αφής, που μπορεί κάποιος να ψαύσει, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἁπτός: 1) осязаемый (ὁρατός καὶ ἁ. Plat.);
2) осязательный, осязающий (τὸ γευστόν ἐστιν ἁπτόν τι Arst.);
3) ощутительный, заметный (διαφοραί Arst.).

Middle Liddell

ἅπτω
subject to the sense of touch, Plat.