ἀναμφίβολος: Difference between revisions

From LSJ

οἰκτίστῳ θανάτῳ εἵμαρτο ἁλῶναι → it was fated that you would be taken by the most miserable death, it has been decreed that thou shouldst be cut off by a most piteous death

Source
(2)
(1a)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀναμφίβολος:''' -ον, [[αναμφισβήτητος]], [[βέβαιος]]· επίρρ. <i>-λως</i>, σε Λουκ.
|lsmtext='''ἀναμφίβολος:''' -ον, [[αναμφισβήτητος]], [[βέβαιος]]· επίρρ. <i>-λως</i>, σε Λουκ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[unambiguous]]: adv. -λως, Luc.
}}
}}

Revision as of 15:55, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναμφίβολος Medium diacritics: ἀναμφίβολος Low diacritics: αναμφίβολος Capitals: ΑΝΑΜΦΙΒΟΛΟΣ
Transliteration A: anamphíbolos Transliteration B: anamphibolos Transliteration C: anamfivolos Beta Code: a)namfi/bolos

English (LSJ)

ον,

   A unambiguous, σύντομα καὶ ἀ. Ascl.Tact.12.11; ἀ. νίκη v.l. in D.H.3.57; φύσις Gal.17(1).370(358). Adv. -λως M. Ant.1.8, Luc.Anach.24.

German (Pape)

[Seite 198] unzweideutig, zuverlässig, Sp., z. B. νίκη D. Hal. 3, 57. – Adv., Luc. Gymn. 24.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναμφίβολος: -ον, ὁ μὴ ἀμφίβολος, βέβαιος, θετικός, νίκη Διον. Ἁλ. 3. 57. - Ἐπίρρ. -λως Λουκ. Γυμν. 24.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non douteux, non contestable.
Étymologie: ἀ, ἀμφιβάλλω.

Spanish (DGE)

-ον
1 indudable, preciso, cierto σύντομα Ascl.Tact.12.11, φύσις Gal.17(1).358, ὅτι ..., ἀναμφίβολον A.D.Pron.52.3, ἀφέτης Heph.Astr.2.11.124, λόγος PFlor.294.22 (VI d.C.), ὁμολογῶ ... ὀφείλειν σοι καὶ χρεωστεῖν ἐν καθαρῷ καὶ ἀναμφιβόλῳ SB 7201.8 (VI d.C.)
subst. τὸ ἀ. la certeza Basil.M.30.132A.
2 adv. -ως indudablemente, sin dudar M.Ant.1.8, κτώμενοι Luc.Anach.24, αἴρειν ἀ. Aenesidamus Gnossius en Phot.Bibl.170a29, cf. 169b40, παρέχω PMasp.156.21
(VI d.C.), ἀ. καὶ ἀναντιρρήτως PMasp.116.6 (VI d.C.), πιστεύω Gr.Nyss.Usur.199.7, ἀναμφιβόλης (por error) SB 10810.5 (VI d.C.).

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀναμφίβολος, -ον) ἀμφίβολος
αυτός που δεν επιδέχεται αμφιβολίες, ο μη αμφίβολος, βέβαιος, σίγουρος, θετικός.

Greek Monotonic

ἀναμφίβολος: -ον, αναμφισβήτητος, βέβαιος· επίρρ. -λως, σε Λουκ.

Middle Liddell

unambiguous: adv. -λως, Luc.