ἀνθοσμίας: Difference between revisions
Ὅτι σοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα, τοῦ Πατρός καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν. → For thine is the kingdom, and the power, and the glory, of the Father, and of the Son, and of the Holy Spirit forever and ever. Amen.
(1) |
(1a) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀνθοσμίας:''' ου adj. m благоухающий цветами, душистый (λειμῶνες Luc.; [[οἶνος]] Arph., Xen., Plut., Luc.). | |elrutext='''ἀνθοσμίας:''' ου adj. m благоухающий цветами, душистый (λειμῶνες Luc.; [[οἶνος]] Arph., Xen., Plut., Luc.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ἄνθος]], [[ὀσμή]]<br />[[redolent]] of flowers, of [[wine]], [[οἶνος]] ἀνθ. with a [[fine]] "bouquet", Ar.; so [[ἀνθοσμίας]] [[alone]], Xen., Luc. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:10, 9 January 2019
English (LSJ)
ου, ὁ,
A redolent of flowers, almost always of wine, οἶνος ἀ. with a fine bouquet, Hp.Steril.235, Ar.Pl.807, Ra.1150, Pherecr. 108.30; also ἀ. (sc. οἶνος) X.HG6.2.6, Luc.Sat.22:—in Id.Lex.2 ἀ. λειμῶνες, as a pedantic phrase:—also ἀνθόσμ-ιος, ον, Sch.Ar.Ra.1150.
German (Pape)
[Seite 233] ὁ, Blumen duftend, λειμῶνες Luc.; gew. οἶνος, Ar. Plut. 807 Ran. 1150; vgl. Phereer. Ath. VI, 268 e (V. 30); Alcman. ἄνθεος ὄσδων οἶνος Ath. I, 31 c, nicht bloß alter, lieblich duftender Wein, sondern auch künstlich bereiteter; vgl. Ath. I, 32 a; ohne οἶνος, Xen. Hell. 6, 2, 6; Luc. Ep. Saturn. 22.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθοσμίας: -ου, ὁ, (ὀσμὴ) ὁ πλήρης εὐωδίας ἀνθέων, σχεδὸν πάντοτε ἐπὶ οἴνου· οἶνος ἀνθοσμίας Ἀριστ. Πλ. 807 (ἔνθα ἴδε ἑρμηνευτ.), Βάτρ. 1150· πλήρεις κύλικας οἴνου μέλανος ἀνθοσμίου Φερεκρ. ἐν «Μεταλλεῦσιν» 1. 30· ὡσαύτως ἀνθοσμίας (ἐξυπακουομένου τοῦ οἶνος) Ξεν. Ἑλλ. 6. 2, 6, Λουκ. Κρον. 22: - Ἐν Λουκ. Λεξιφ. 2, ἀνθ. λειμῶνες εἶναι σχολαστικὴ φράσις. - Ὁ Σχολ. Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ. ἔχει καὶ τὸν τύπον ἀνθόσμιος, ον.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
qui exhale une odeur de fleurs ; ἀνθοσμίας οἶνος AR ou abs. ἀνθοσμίας XÉN vin au bouquet agréable.
Étymologie: ἄνθος, ὀσμή.
Spanish (DGE)
-ου
• Alolema(s): ἀνθόσμιος, -ον Sch.Ar.Ra.1150
que huele a flores esp. del vino οἶνος ἀ. Hp.Steril.235, Ar.Ra.1150, Pl.807, Pherecr.108.30, Longus 4.10
•en gener. λειμῶνες Luc.Lex.2
•subst. vino oloroso X.HG 6.2.6, Plu.2.663d, Luc.Ep.Sat.22, cf. ἀνθοσμίας· ὁ ἀνθέων ὀσμὴν ἔχων οἶνος Et.Gen.883.
Greek Monolingual
ἀνθοσμίας, ο (Α)
1. αυτός που ευωδιάζει σαν λουλούδι
2. (για το κρασί) μοσχάτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άνθος + οσμή].
Greek Monotonic
ἀνθοσμίας: -ου, ὁ (ἄνθος, ὀσμή), αρωματικός, εύοσμος από λουλούδια, λέγεται για το κρασί, οἶνος ἀνθ., με ένα όμορφο «μπουκέτο», σε Αριστοφ.· ομοίως, ἀνθοσμίας μόνο του, σε Ξεν., Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνθοσμίας: ου adj. m благоухающий цветами, душистый (λειμῶνες Luc.; οἶνος Arph., Xen., Plut., Luc.).
Middle Liddell
ἄνθος, ὀσμή
redolent of flowers, of wine, οἶνος ἀνθ. with a fine "bouquet", Ar.; so ἀνθοσμίας alone, Xen., Luc.