ἀντιπροσαγορεύω: Difference between revisions
ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας → anyone who has died has been set free from sin, the person who has died has been freed from sin, someone who has died has been freed from sin (Romans 6:7)
(1) |
(1a) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀντιπροσᾰγορεύω:''' обращаться со своей стороны с приветствием, приветствовать в свою очередь, взаимно приветствовать (τινὰ ἐξ ὀνόματος Plut.): προσειπών χαίρειν οὐκ ἀντιπροσερρήθη Xen. на его приветствие ответа не последовало. | |elrutext='''ἀντιπροσᾰγορεύω:''' обращаться со своей стороны с приветствием, приветствовать в свою очередь, взаимно приветствовать (τινὰ ἐξ ὀνόματος Plut.): προσειπών χαίρειν οὐκ ἀντιπροσερρήθη Xen. на его приветствие ответа не последовало. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=to [[salute]] in [[turn]], Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:15, 9 January 2019
English (LSJ)
A return salute, Plu. Crass.3 (in aor. -ευσα):— but in earlier Prose, aor. 2 ἀντιπροσεῖπον Thphr.Char.15.3:—Pass., ἀντιπροσερρήθην X.Mem.3.13.1.
German (Pape)
[Seite 259] dagegen anreden u. begrüßen, Plut. Crass. 3.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιπροσᾰγορεύω: ἀνταποδίδω χαιρετισμόν, ἀντασπάζομαι, οὐδενὶ γὰρ οὕτως ἀπήντησε Ρωμαίων ἀδόξῳ καὶ ταπεινῷ Κράσσος, ὃν ἀσπασάμενον οὐκ ἀντιπροσηγόρευσεν ἐξ ὀνόματος Πλουτ. Κράσσ. 3: - ἀλλ’ ὁ Ἀττ. ἀόρ. εἶναι ἀντιπροσεῖπον Θεοφρ. Χαρ. 15· παθ. ἀντιπροσερρήθην Ξεν. Ἀπομ. 3.13, 1.
French (Bailly abrégé)
rendre un salut à, acc..
Étymologie: ἀντί, προσαγορεύω.
Spanish (DGE)
• Morfología: [aor. ind. act. ἀντιπροσεῖπον Thphr.Char.15.3, pas. ἀντιπροσερρήθην X.Mem.3.13.1]
devolver el saludo προσαγορευθεὶς μὴ ἀντιπροσειπεῖν Thphr.l.c., ὃν ἀσπασάμενον οὐκ ἀντιπροσηγόρευσεν ἐξ ὀνόματος Plu.Crass.3, en v. pas. προσειπών τινα χαίρειν οὐκ ἀντιπροσερρήθη X.l.c., cf. Aristaenet.1.4.26.
Greek Monolingual
ἀντιπροσαγορεύω (Α)
ανταποδίδω προσφώνηση ή χαιρετισμό.
Greek Monotonic
ἀντιπροσᾰγορεύω: μέλ -σω, χαιρετώ με τη σειρά μου, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀντιπροσᾰγορεύω: обращаться со своей стороны с приветствием, приветствовать в свою очередь, взаимно приветствовать (τινὰ ἐξ ὀνόματος Plut.): προσειπών χαίρειν οὐκ ἀντιπροσερρήθη Xen. на его приветствие ответа не последовало.