ἀπαυτομολέω: Difference between revisions
Νέος ἂν πονήσῃς, γῆρας ἕξεις εὐθαλές → Iuvenis labora: senium habebis floridum → Wenn jung du schuftest, wird dein Alter blühend sein
(1) |
(1a) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀπαυτομολέω:''' перебегать к противнику, быть перебежчиком Thuc. | |elrutext='''ἀπαυτομολέω:''' перебегать к противнику, быть перебежчиком Thuc. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=<br />to go of one's own [[accord]], [[desert]], Thuc. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:20, 9 January 2019
English (LSJ)
A go of one's own accord, desert, Th.7.75; πρός τινα D.H.Orat.Vett.2; τινός D.C.36.17.
German (Pape)
[Seite 283] überlaufen von Einem, Thuc. 7, 75.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαυτομολέω: αὐτομολῶ ἀπό τινος, ἢ πρός τινα, ἐπὶ ὑπηρετῶν ἢ δούλων, δραπετεύω, ἀπηυτομολήκεσαν γὰρ πάλαι τε καὶ οἱ πλεῖστοι παραχρῆμα Θουκ. 7. 75· πρός τινα Διον. Ἁλ. περὶ Ρητορ. 2· τινὸς Δίων Κ. 35. 17.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
ao. ἀπηυτομόλησα, pqp. ἀπηυτομολήκειν;
être transfuge.
Étymologie: ἀπό, αὐτομολέω.
Spanish (DGE)
abandonar, desertar abs., Th.7.75, ἔνδεια ὥσπερ κακὸς δρομεὺς ἀ. LXX Pr.6.11a
•πρός τινα D.H.Orat.Vett.2
•en v. med.-pas. separarse c. gen. τινα ἀπαυτομολήσαντα Τιγράνου D.C.36.17.2.
Greek Monotonic
ἀπαυτομολέω: μέλ. -ήσω, εγκαταλείπω με τη θέλησή μου, λιποτακτώ, δραπετεύω, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀπαυτομολέω: перебегать к противнику, быть перебежчиком Thuc.