ἀπόρρυτος: Difference between revisions

From LSJ

κρῖναι δὲ λόγῳ πολύδηριν ἔλεγχον ἐξ ἐμέθεν ῥηθέντα → judge by reason the too much contested argument which has been given by me

Source
(1)
(1a)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀπόρρῠτος:''' <b class="num">1)</b> текущий ([[κρήνη]] Hes.);<br /><b class="num">2)</b> имеющий сток ([[σταθμά]] Xen.);<br /><b class="num">3)</b> имеющий отток ([[σῶμα]] Plat.; ἡ [[θάλαττα]] οὐκ ἀ. Arst.).
|elrutext='''ἀπόρρῠτος:''' <b class="num">1)</b> текущий ([[κρήνη]] Hes.);<br /><b class="num">2)</b> имеющий сток ([[σταθμά]] Xen.);<br /><b class="num">3)</b> имеющий отток ([[σῶμα]] Plat.; ἡ [[θάλαττα]] οὐκ ἀ. Arst.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἀπορρέω]]<br />[[running]], Hes.: ἀπ. σταθμά stables with drains, Xen.
}}
}}

Revision as of 16:30, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπόρρῠτος Medium diacritics: ἀπόρρυτος Low diacritics: απόρρυτος Capitals: ΑΠΟΡΡΥΤΟΣ
Transliteration A: apórrytos Transliteration B: aporrytos Transliteration C: aporrytos Beta Code: a)po/rrutos

English (LSJ)

ον,

   A = ἀπόρροος, running, κρήνη Hes.Op.595; ἀ. ὕδωρ, opp. στάσιμον, Hp.Aer.7.    II subject to efflux, opp. ἐπίρρυτος, Pl.Ti.43a; οὐκ ἀ., of the sea, Arist.Mete.353b32; having an outflow, πηγή Porph.Sent.44.    III ἀ. σταθμά stables with drains or a sloping floor, X.Eq.4.3.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόρρῠτος: -ον, = ἀπόρροος, ἀπορρέων, κρήνη Ἡσ. Ἐργ. κ. Ἡμ. 593· ἀπ. ὕδωρ, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ στάσιμον, Ἱππ. π. Ἀέρ. 283. ΙΙ. ὑποκείμενος εἰς ἐκροὴν, ἀντιθέτως πρὸς τὸ ἐπίρρυτος, Πλάτ. Τίμ. 43Α· οὐκ ἀπόρρυτος, ἐπὶ τῆς θαλάσσης, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 1, 7. ΙΙΙ. ἀπ. σταθμά, σταῦλοι ἔχοντες κεκλιμένον τὸ ἔδαφος ὅπως καταρρέωσιν αἱ ἀκαθαρσίαι, Ξεν. Ἱππ. 4, 3.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui coule au dehors, qui s’épanche;
2 sujet à écoulement;
3 qui offre un écoulement.
Étymologie: ἀπορρέω.

Spanish (DGE)

(ἀπόρρῠτος) -ον
que mana, manante, que fluye κρήνης δ' ἀενάου καὶ ἀπορρύτου Hes.Op.595, cf. Porph.Sent.44, ὕδωρ op. στάσιμον Hp.Aër.7, del mar οὐκ ἀ. Arist.Mete.353b32, εἰς ἐπίρρυτον σῶμα καὶ ἀ. a un cuerpo que fluye y mana Pl.Ti.43a
fig. (Σελήνη) ἀ. ἀρσένι πυρσῷ Ἠελίου Nonn.D.4.282
del cuerpo de los borrachos que se disipa, que se va (σῶμα) ἀ. ἐστι πανταχόθεν Basil.M.31.457A.

Greek Monolingual

ἀπόρρυτος, -ον (Α) απορρέω
1. αυτός που απορρέει
2. αυτός που υπόκειται σε έκχυση, εκροή
3. φρ. «ἀπόρρυτα σταθμά» — στάβλοι με οχετούς ή κεκλιμένο έδαφος.

Greek Monotonic

ἀπόρρῠτος: -ον (ἀπορ-ρέω), αυτός που ρέει, ρευστός, σε Ησίοδ.· ἀπόρρυτα σταθμά, σταύλοι που έχουν οχετό ή κεκλιμένο έδαφος ώστε να ρέουν προς τα έξω οι ακαθαρσίες, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἀπόρρῠτος: 1) текущий (κρήνη Hes.);
2) имеющий сток (σταθμά Xen.);
3) имеющий отток (σῶμα Plat.; ἡ θάλαττα οὐκ ἀ. Arst.).

Middle Liddell

ἀπορρέω
running, Hes.: ἀπ. σταθμά stables with drains, Xen.