βαθυδινήεις: Difference between revisions
From LSJ
(1b) |
(nl) |
||
Line 13: | Line 13: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''βαθυδῑνήεις:''' ήεσσα, ῆεν Hom. = [[βαθυδίνης]]. | |elrutext='''βαθυδῑνήεις:''' ήεσσα, ῆεν Hom. = [[βαθυδίνης]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=[[βαθυδινήεις]] -εσσα -εν [[βαθύς]], [[δῖνος]] met diepe draaikolken. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:56, 9 January 2019
German (Pape)
[Seite 424] εσσα, εν, tiefwirbelnd, der Fluß Xanthos (Skamandros) Il. 21, 15. 603; Sp.
French (Bailly abrégé)
ήεσσα, ῆεν;
aux tourbillons profonds.
Étymologie: βαθύς, δίνη.
Spanish (DGE)
(βᾰθῠδῑνήεις) -εσσα, -εν
de profundos remolinos de ríos
•el Janto Il.21.15, Panyas.23.3, el Escamandro Il.21.603, el Asopo, Asius 1B., el Alfeo h.Hom.1.3, ῥόος Ὠκεανοῖο Doroth.428.11.
Greek Monolingual
βαθυδινήεις, -εσσα, -εν και βαθυδινής, -ές και βαθυδίνης, ο (Α)
(για ποταμό) αυτός που σχηματίζει βαθιές δίνες, ορμητικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. βαθυδινήεις < βαθύς + δινήεις < δίνη «η περιστροφική κίνηση του νερού, ο στρόβιλος», ο δε βαθυδινής < βαθύς + -δινής < δίνη.
Russian (Dvoretsky)
βαθυδῑνήεις: ήεσσα, ῆεν Hom. = βαθυδίνης.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βαθυδινήεις -εσσα -εν βαθύς, δῖνος met diepe draaikolken.