ὑοσκύαμος: Difference between revisions

From LSJ

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236
(4b)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ὑοσκύᾰμος:''' ὁ [ὗς] бот. свиной боб, т. е. белена (Hyoscyamus [[niger]]) Xen., Plut.
|elrutext='''ὑοσκύᾰμος:''' ὁ [ὗς] бот. свиной боб, т. е. белена (Hyoscyamus [[niger]]) Xen., Plut.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὑοσ-κύᾰμος, ὁ, [ὗς]<br />hen-[[bane]], [[hyoscyamus]], Xen.
}}
}}

Revision as of 19:10, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑοσκῠᾰμος Medium diacritics: ὑοσκύαμος Low diacritics: υοσκύαμος Capitals: ΥΟΣΚΥΑΜΟΣ
Transliteration A: hyoskýamos Transliteration B: hyoskyamos Transliteration C: yoskyamos Beta Code: u(osku/amos

English (LSJ)

ὁ, (ὗς)

   A henbane, Hyoscyamus niger, Hp. Morb.2.43, X.Oec.1.13, Dsc.4.68, POxy.1088.39 (i A.D.), Plu.Demetr. 20, Sor.2.41, PHolm.21.12, 25.5; other varieties, ὑ. μηλινοειδής, H. aureus, ὑ. λευκός, H. albus, Dsc. l.c.: also ὑοσκύεμος, PMag.Osl. 1.327.

German (Pape)

[Seite 1179] ὁ (eigtl. Saubohne), das Bilsenkraut, dessen Genuß Schwindel und Wahnsinn erregt; Xen. Oec. 1, 13; vgl. Plut. Demetr. 20.

Greek (Liddell-Scott)

ὑοσκύᾰμος: ὁ, (ὗς) εἶδος δηλητηριώδους φυτοῦ ὅπερ ἐσθιόμενον προξενεῖ κάρωσιν καὶ μανίαν, Hyoscyamus niger, τὸν ὑοσκύαμον ὑφ’ οὗ οἱ φαγόντες παραπλῆγες γίνονται Ξεν. Οἰκ. 1, 13, Διοσκ. 4. 69., 6. 15, κλπ., Πλουτ. Δημήτρ. 20. - ὁ ὑοσκύαμος νῦν ποὺ μὲν διατηρεῖ τὸ ἀρχαῖον ὄνομα, ποὺ δὲ καλεῖται «γεροῦλι», Sibthorpe.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
jusquiame litt. « fève de porc », plante.
Étymologie: ὗς, κύαμος.

Spanish

beleño

Greek Monolingual

ο / ὑοσκύαμος, ΝΑ, και ὑοσκύεμος, Α
γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια σολανίδες της τάξης σκροφουλαριώδη και στο οποίο ανήκουν τριχωτά, βαρύοσμα και, συχνά, πολύ τοξικά φυτά, που περιέχουν, όμως, χρήσιμες φαρμακευτικές ουσίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γεν. ὑός του ὗς «χοίρος» + κύαμος (πρβλ. θερμο-κύαμος). Κατ' άλλους, το πρώτο συνθετικό της λ. είναι το ρ. ὕω].

Greek Monotonic

ὑοσκύᾰμος: ὁ (ὗς), δαιμοναριά (δηλητηριώδες φυτό), Υοσκύαμος ο Μέλας, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ὑοσκύᾰμος: ὁ [ὗς] бот. свиной боб, т. е. белена (Hyoscyamus niger) Xen., Plut.

Middle Liddell

ὑοσ-κύᾰμος, ὁ, [ὗς]
hen-bane, hyoscyamus, Xen.