ὅδιος: Difference between revisions
τῶν λεγομένων τά μέν κατά συμπλοκήν λέγεται, τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς → forms of speech are either simple or composite (Aristotle, Categoriae 1a16-17)
(3b) |
(1ba) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ὅδιος:''' дорожный, путевой: ὄρνιθες ὅσιοι Aesch. птицы, предвещающие счастливый путь; ὅδιον [[κράτος]] αἴσιον Aesch. благоприятное предзнаменование для путешествия. | |elrutext='''ὅδιος:''' дорожный, путевой: ὄρνιθες ὅσιοι Aesch. птицы, предвещающие счастливый путь; ὅδιον [[κράτος]] αἴσιον Aesch. благоприятное предзнаменование для путешествия. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ὅδιος]], ον, [[ὁδός]]<br />belonging to a way, [[ὄρνις]] ὅδ. a [[bird]] of [[omen]] for the [[journey]] (or [[seen]] by the way), Aesch. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:40, 9 January 2019
English (LSJ)
ον, (ὁδός)
A belonging to a way or journey, ὄρνις ὅ. a bird of omen for the journey (or seen by the way), A.Ag.157 (lyr.); ὅ. κράτος αἴσιον ib. 104 (lyr.); Ἑρμῆς ὅ. H. the guardian of roads and travellers, whose statues stood on the road-side, Hsch. II ὅδιον, τό, travelling expenses, prob. in Inscr.Magn.52.39.
German (Pape)
[Seite 292] den Weg, die Reise betreffend; ἀπ' ὀρνίθων ὁδίων, Aesch. Ag. 152, die ein günstiges Vorzeichen für die Reise geben; ähnl. ὅδιον κράτος αἴσιον ἀνδρῶν, 104, die unter günstigen Zeichen reif'ten. – Hermes heißt so als Beschützer der Wege u. der Reisenden, Hesych. – S. auch nom. pr.
Greek (Liddell-Scott)
ὅδιος: -ον, (ὁδὸς) ὁ ἀνήκων εἰς ὁδὸν ἢ ὁδοιπορίαν, ὄρνις ὅδ., πτηνὸν προμηνῦόν τι διὰ τὴν ὁδοιπορίαν (ἢ ὁρώμενον καθ’ ὁδόν), Αἰσχύλ. Ἀγ. 157· οὕτω, ὅδ. κράτος αἴσιον αὐτόθι 104· οὕτως ἐν Πινδ. Ν. 9. 45, αἰσιᾶν οὐ κατ’ ὀρνίχων ὁδόν: - Ἑρμῆς ὅδ., ὁ Ἑρμῆς ὁ προστάτης τῶν ὁδῶν καὶ τῶν ὁδοιπόρων, οὗ τὰ ἀγάλματα ἵσταντο παρὰ τὴν ὁδόν, Ἡσύχ.· πρβλ. ἐνόδιος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
d’heureux augure pour le voyage.
Étymologie: ὁδός.
Greek Monotonic
ὅδιος: -ον (ὁδός), αυτός που ανήκει σε μια οδό ή μια διαδρομή, ὄρνιςὄδιος, πουλί που, ως οιωνός, προμηνύει κάτι για το ταξίδι (ή αυτό που γίνεται αντιληπτό κατά τη διαδρομή), σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ὅδιος: дорожный, путевой: ὄρνιθες ὅσιοι Aesch. птицы, предвещающие счастливый путь; ὅδιον κράτος αἴσιον Aesch. благоприятное предзнаменование для путешествия.
Middle Liddell
ὅδιος, ον, ὁδός
belonging to a way, ὄρνις ὅδ. a bird of omen for the journey (or seen by the way), Aesch.