ἀργυροστερής: Difference between revisions

From LSJ

Μία χελιδὼν ἔαρ οὐ ποιεῖ → One swallow does not a summer make

Aristotle, Nicomachean Ethics, 1098a18
(1b)
(1a)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀργῠροστερής:''' отнимающий (чужие) деньги, т. е. разбойничий ([[βίος]] Aesch.).
|elrutext='''ἀργῠροστερής:''' отнимающий (чужие) деньги, т. е. разбойничий ([[βίος]] Aesch.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[στερέω]]<br />robbing of [[silver]], [[βίος]] ἀργ. a [[robber]]'s [[life]], Aesch.
}}
}}

Revision as of 20:05, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀργῠροστερής Medium diacritics: ἀργυροστερής Low diacritics: αργυροστερής Capitals: ΑΡΓΥΡΟΣΤΕΡΗΣ
Transliteration A: argyrosterḗs Transliteration B: argyrosterēs Transliteration C: argyrosteris Beta Code: a)rgurosterh/s

English (LSJ)

ές, (στερέω)

   A robbing of silver, βίος ἀ. a robber's life, A.Ch.1002.

Greek (Liddell-Scott)

ἀργῠροστερής: -ές, (στερέω) στερῶν τινα τοῦ ἀργύρου, ἤτοι τοῦ ἀργυρίου αὐτοῦ, βίος ἀργ., βίος λῃστοῦ, Αἰσχύλ. Χο. 1002.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui dépouille qqn de son argent.
Étymologie: ἄργυρος, στερίσκω.

Spanish (DGE)

(ἀργῠροστερής) -ές que priva a uno del dinero, βίος A.Ch.1002.

Greek Monolingual

ἀργυροστερής (-οῡς), -ές (Α)
αυτός που κλέβει τα αργύρια, τα χρήματα κάποιου («αργυροστερής βίος» — η ζωή του ληστή).
[ΕΤΥΜΟΛ. < άργυρος + στερώ].

Greek Monotonic

ἀργῠροστερής: -ές (στερέω), αυτός που στερεί από κάποιον το ασήμι, δηλ. τα χρήματά του, ο ληστής· βίος ἀργυροστερής, ο τρόπος ζωής ληστή, ληστρικός βίος, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀργῠροστερής: отнимающий (чужие) деньги, т. е. разбойничий (βίος Aesch.).

Middle Liddell

στερέω
robbing of silver, βίος ἀργ. a robber's life, Aesch.