δέραιον: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ μὲν βίος βραχύς, ἡ δὲ τέχνη μακρή, ὁ δὲ καιρὸς ὀξύς, ἡ δὲ πεῖρα σφαλερή, ἡ δὲ κρίσις χαλεπή → Life is short, art long, opportunity fleeting, experience misleading and judgment difficult

Source
m (Text replacement - "''' τό<b class="num">1)" to "''' τό<br /><b class="num">1)")
(1a)
Line 33: Line 33:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=δέραιον -ου, τό [δέρη] halsketting.
|elnltext=δέραιον -ου, τό [δέρη] halsketting.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[δέρη]]<br />a [[necklace]], Eur.: a [[collar]], Xen.
}}
}}

Revision as of 20:50, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δέραιον Medium diacritics: δέραιον Low diacritics: δέραιον Capitals: ΔΕΡΑΙΟΝ
Transliteration A: déraion Transliteration B: deraion Transliteration C: deraion Beta Code: de/raion

English (LSJ)

τό,

   A necklace, E.Ion 1431 (pl.), Men.Epit.86 (pl.), Satyr. Vit.Eur.Fr.39 vii 14(pl.); collar, X.Cyn.6:—the form δεραιοί is given by Hsch.

German (Pape)

[Seite 548] τό, Halsband, Eur. Ion 1431; Xen. Cyn. 6, 1 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

δέραιον: τό, περιδέραιον, Εὐρ. Ἴωνι 1431· κατὰ πληθ., περιτραχήλιον, Ξεν. Κυν. 6, 1.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 collier de chien;
2 collier, parure.
Étymologie: δέρη.
Syn. 1) κλοιός, κυνάγχη, κυνοῦχος, λαιμοπέδη - 2) δεράγχη, ἕρμα, ἴσθμιον, μαλάκιον, μάννος, μηνίσκος, ὅρμος, περιδέραιον, περιτραχήλιον, πλόκιον, στρεπτά, σφιγγίον.

Spanish (DGE)

-ου, τό

• Alolema(s): tb. -ος, -ου, ὁ Hsch.s.u. δέραια
1 plu. collar, adorno para el cuello E.Io 1431, Men.Epit.70, 127, Pc.815, Plu.Art.5, Satyr.Vit.Eur.39.7.14, Gr.Nyss.Hom.in Eccl.342.6, Hsch., Zonar., Sud.
2 collar de perro X.Cyn.6.1, Arr.Cyn.5.8, Poll.5.55.
3 δέραια· παίγνια Hsch.

Greek Monolingual

δέραιον, το (Α)
1. περιδέραιο
2. περιλαίμιο («κυνῶν δὲ κόσμος δέραια, ἰμάντες», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. δέραιον κατ' απόσπασιν από το σύνθετο περιδέραιον, του οποίου αποτελούσε το β' συνθετικό].

Greek Monotonic

δέραιον: τό (δέρη), περιδέραιο, κολιέ, σε Ευρ.· περιτραχήλιο, λαιμαριά, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

δέραιον: τό
1) ошейник Xen.;
2) pl. ожерелье Eur., Men.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δέραιον -ου, τό [δέρη] halsketting.

Middle Liddell

δέρη
a necklace, Eur.: a collar, Xen.