διάστερος: Difference between revisions

From LSJ

Ἐάν γάρ ἀποδιδῷ τις τί ἐστιν αὐτῶν ἑκατέρῳ τό ζῴῳ εἶναι, ἴδιον ἑκατέρου λόγον ἀποδώσει (Aristotle, Categoriae 1a) → For if anyone gives an explanation of what it is for each of them to be an animal, he will give the same explanation of each

Source
(1b)
(1a)
Line 33: Line 33:
{{elru
{{elru
|elrutext='''διάστερος:''' украшенный словно звездами (λίθοις Ἰνδικαῖς Luc.).
|elrutext='''διάστερος:''' украшенный словно звездами (λίθοις Ἰνδικαῖς Luc.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=δι-άστερος, ον <i>adj</i><br />starred, δ. λίθοις Luc.
}}
}}

Revision as of 20:55, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διάστερος Medium diacritics: διάστερος Low diacritics: διάστερος Capitals: ΔΙΑΣΤΕΡΟΣ
Transliteration A: diásteros Transliteration B: diasteros Transliteration C: diasteros Beta Code: dia/steros

English (LSJ)

ον,

   A starred, jewelled, δ. λίθοις Luc.Am.41.

German (Pape)

[Seite 603] gestirnt; στεφάνη λίθοις δ., mit Edelsteinen, wie mit Sternen geziert, Luc. Amor. 41.

Greek (Liddell-Scott)

διάστερος: -ον, πλήρης ἀστέρων, κατάστερος, δ. λίθος Λουκ. Ἔρωσ. 41.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
constellé.
Étymologie: διά, ἀστήρ.

Spanish (DGE)

-ον
con estrellas metáf. στεφάνη ... λίθοις Ἰνδικοῖς δ. una corona adornada con piedras de la India a modo de estrellas Luc.Am.41.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM διάστερος, -ον)
γεμάτος αστέρια, έναστρος.

Greek Monotonic

διάστερος: -ον, κατάμεστος από αστέρια, καταστόλιστος, δ.λίθοις, σε Λουκ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διάστερος -ον [διά, ἀστήρ] met sterren; overdr.: στεφάνη... λίθοις Ἰνδικαῖς διάστερος een krans bezaaid met Indische edelstenen Luc. 49.41.

Russian (Dvoretsky)

διάστερος: украшенный словно звездами (λίθοις Ἰνδικαῖς Luc.).

Middle Liddell

δι-άστερος, ον adj
starred, δ. λίθοις Luc.