δορυφορία: Difference between revisions
τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
m (Text replacement - "''' ἡ<b class="num">1)" to "''' ἡ<br /><b class="num">1)") |
(1ab) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''δορυφορία:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> Xen. = [[δορυφόρημα]];<br /><b class="num">2)</b> астр. спутники (τῶν τροπικῶν κύκλων Plut.). | |elrutext='''δορυφορία:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> Xen. = [[δορυφόρημα]];<br /><b class="num">2)</b> астр. спутники (τῶν τροπικῶν κύκλων Plut.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=δορῠφορία, ἡ, <i>n</i><br />[[guard]] kept [[over]], τινός Xen. [from δορῠφόρος] | |||
}} | }} |
Revision as of 21:05, 9 January 2019
English (LSJ)
ἡ,
A guard kept over, τῆς ἐπιστολῆς X. Cyr.2.2.10: abs., Iamb.Myst.2.7; concrete, body-guard, LXX 2 Ma.3.28. II Astron., κατὰ δορυφορίαν τῶν τροπικῶν κύκλων Placit.2.23.6.
German (Pape)
[Seite 660] ἡ, dasselbe; Xen. Cyr. 2, 2, 10; von den Sternen, Plut. plac. phil. 2, 23.
Greek (Liddell-Scott)
δορῠφορία: ἡ, ἡ ἐπί τινος ἐπαγρύπνησις, φρούρησις, τινὸς Ξεν. Κύρ. 2. 2, 10· ἐπὶ τῶν ἀστέρων ὡς δορυφόρων τοῦ ἡλίου, παρὰ Πλουτ. 2. 890Ε.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 service des gardes du corps;
2 astres satellites (du soleil).
Étymologie: δορυφόρος.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 cuerpo de guardia, escolta militar μετὰ πάσης δορυφορίας LXX 2Ma.3.28, cf. Hld.7.19.4, σὺν πολλῇ δορυφορίᾳ Hld.8.9.16, cf. Iul.Mis.358b, Eun.VS 474, c. gen. obj. δ. τῆς ἐπιστολῆς la escolta militar de la carta X.Cyr.2.2.10
•fig. de un parásito, Luc.Par.59, de ángeles, Iambl.Myst.2.7, ταῖς ἐκ πλούτου δορυφορίαις ἤρμενοι provistos de la escolta de la riqueza Cyr.Al.M.70.1172B.
2 astr. escolta, cortejo de los planetas, una de las relaciones de posición de los planetas entre sí Placit.2.23.6, Vett.Val.5.14, 422.6.
Greek Monolingual
η (AM δορυφορία)
φρουρά, σωματοφυλακή
μσν.
1. τιμή
2. επίσημη κηδεία, ταφή
αρχ.
(για τα αστέρια) το να είναι δορυφόροι του ηλίου.
Greek Monotonic
δορῠφορία: ἡ, περιφρούρηση από σωματοφύλακες, τινός, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
δορυφορία: ἡ
1) Xen. = δορυφόρημα;
2) астр. спутники (τῶν τροπικῶν κύκλων Plut.).