δίνευμα: Difference between revisions
τῆς δ' ἀρετῆς ἱδρῶτα θεοὶ προπάροιθεν ἔθηκαν ἀθάνατοι (Hesiod, Works and Days 289) → But between us and Goodness the gods have placed the sweat of our brows
(1b) |
(1a) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''δίνευμα:''' ατος (ῑ) τό круговое движение, кружение Arph., Xen. | |elrutext='''δίνευμα:''' ατος (ῑ) τό круговое движение, кружение Arph., Xen. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=δί¯νευμα, ατος, τό, <i>n</i><br />a whirling [[round]], in [[dancing]], Xen. [from [[δινεύω]] | |||
}} | }} |
Revision as of 21:12, 9 January 2019
English (LSJ)
[ῑ], τό,
A whirling round, esp. in dancing, prob. in Ar.Th. 122; wheeling, of a horse, X.Eq.3.11; rotation, ῥόμβου Orph.H.8.7 (pl.).
German (Pape)
[Seite 631] τό, kreisförmige Umdrehung; Χαρίτων, vom Tanz, Ar. Th. 122; Xen. de re equ. 3, 11 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
δίνευμα: [ῑ], τό, το δινεῖσθαι, περιδινεῖσθαι, κυκλικὴ κίνησις, περιστροφή, ἰδίως κατὰ τὴν ὄρχησιν, δινεύματα χαρίτων Ἀριστοφ. Θεσμ. 122, Ξεν. Ἱππ. 3, 11.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
mouvement circulaire ; danse circulaire, ronde.
Étymologie: δινεύω.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
• Prosodia: [-ῑ-]
astr. rotación, movimiento giratorio de los astros, Epicur.Fr.[26.38] 10, del sol ῥόμβου ἀπειρεσίου δινεύμασιν οἶμον ἐλαύνων Orph.H.8.7, de los rayos de Zeus βέλος ἁγνὸν ῥοίζου ἀπειρεσίου δινεύμασι sagrado proyectil con giros de inmenso estrépito Orph.H.19.10.
Greek Monolingual
δίνευμα, το (Α) δινεύω
1. (για χορό) κυκλική, περιστροφική κίνηση
2. (για ιππέα) ελιγμός
3. (για ρόμβο) περιστροφή.
Greek Monotonic
δίνευμα: [ῑ], τό, περιδίνηση, περιστροφή, στροβιλισμός, λέγεται για τον χορό, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
δίνευμα: ατος (ῑ) τό круговое движение, кружение Arph., Xen.
Middle Liddell
δί¯νευμα, ατος, τό, n
a whirling round, in dancing, Xen. [from δινεύω