εἵργνυμι: Difference between revisions
Γυνὴ δ' ὅλως οὐ συμφέρον βουλεύεται → Nulla umquam spectat mulier, utile quod siet → Die Frau sinnt gänzlich nicht auf das, was nützlich ist
(2) |
(1ab) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''εἵργνῡμι:''' Hom. (только impf. [[ἐέργνυν]]) = [[εἵργω]]. | |elrutext='''εἵργνῡμι:''' Hom. (только impf. [[ἐέργνυν]]) = [[εἵργω]]. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt== [[εἴργω]], [[ἔργω]],]<br />to [[shut]] in or up, epic imperf. [[ἐέργνυν]], Od. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:45, 9 January 2019
English (LSJ)
(-ύω And.4.27), Ep. impf. ἐέργνυ:—
A shut in or up, Od. 10.238.
Greek (Liddell-Scott)
εἵργνῡμι: ἢ -ύω, = εἴργω, ἐγκαταλείπω, κατὰ συφεοῖσιν ἐέργνυ Ὀδ. κ. 238· ῥίπτω εἰς τὸ δεσμωτήριον, καθείργω, τοὺς μὲν ἀφαιρούμενος, τοὺς δὲ εἱργνύων Ἀνδοκ. 32. 36.
French (Bailly abrégé)
Spanish (DGE)
• Alolema(s): εἰργ- Them.Or.21.260d
• Morfología: [impf. 3a sg. ἐέργνυ Od.10.238]
encerrar, hacer prisionero a los compañeros de Odiseo ῥάβδῳ πεπληγυῖα κατὰ συφεοῖσιν ἐέργνυ Od.l.c., τοὺς δ' ἄλλους I.BI 1.71, cf. 245, τὸν Ἀγρίππαν I.BI 2.180, μηδὲ ζωγράφους εἰργνύναι Them.l.c., en v. pas. δεσμοῖς εἴργνυται Eus.MP 4.13.
Greek Monolingual
εἵργνυμι και εἱργνύω (Α)
1. κλείνω μέσα, εγκλείω
2. ρίχνω στη φυλακή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υστερογενής ενεστώτας του είργω, σχηματισμένος κατά τα σε -μι].
Greek Monotonic
εἵργνῡμι: = εἴργω, ἔργω, κλείνω, κλειδώνω, σωπαίνω, Επικ. παρατ. ἐέργνυν, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
εἵργνῡμι: Hom. (только impf. ἐέργνυν) = εἵργω.