ἐξανδραπόδισις: Difference between revisions
From LSJ
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
(2) |
(1ab) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἐξανδρᾰπόδισις:''' ιος ἡ обращение в рабство, порабощение Her. | |elrutext='''ἐξανδρᾰπόδισις:''' ιος ἡ обращение в рабство, порабощение Her. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ἐξανδρᾰπόδισις, εως [from ἐξανδρᾰποδίζω] <i>n</i><br />a [[selling]] for slaves, Hdt. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:55, 9 January 2019
English (LSJ)
εως, ἡ,
A selling into slavery, Hdt.3.140.
German (Pape)
[Seite 868] ἡ, das zu Sklaven Machen, Her. 3, 140.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξανδρᾰπόδισις: -εως, ἡ, τὸ ἀνδραποδίζειν τινά, καθιστᾶν αὐτὸν δοῦλον ἢ πωλεῖν αὐτὸν ὡς δοῦλον, Ἡρόδ. 3. 140.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action d’emmener ou de réduire en servitude.
Étymologie: ἐξανδραποδίζω.
Spanish (DGE)
-ιος, ἡ
esclavitud, ἄνευ τε φόνου καὶ ἐξανδραποδίσιος Hdt.3.140.
Greek Monotonic
ἐξανδρᾰπόδισις: -εως, ἡ, πώληση σκλάβων, δουλεμπόριο, σκλαβοπάζαρο, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ἐξανδρᾰπόδισις: ιος ἡ обращение в рабство, порабощение Her.
Middle Liddell
ἐξανδρᾰπόδισις, εως [from ἐξανδρᾰποδίζω] n
a selling for slaves, Hdt.