θάημα: Difference between revisions
From LSJ
κάλλιστον τὸ δικαιότατον, λῷστον δ' ὑγιαίνειν → nothing is more beautiful than being just, but nothing is more pleasant than being healthy | Most beautiful is what is most just; the best thing is to be healthy.
(2b) |
(1ab) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''θάημα:''' (ᾱ) дор. = [[θέαμα]]. | |elrutext='''θάημα:''' (ᾱ) дор. = [[θέαμα]]. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[θάημα]], ατος, τό,<br />a [[sight]], [[wonder]], Theocr. [doric for [[θέαμα]] | |||
}} | }} |
Revision as of 23:25, 9 January 2019
English (LSJ)
[θᾱ], ατος, τό, Dor. for
A θέαμα (θήημα), αἰπολικὸν θάημα Theoc. 1.56, cf. Aus.Ep.10.33.
German (Pape)
[Seite 1181] τό, dor. = θέαμα, Theocr. 1, 56, Αἰολικόν τι θάημα, wo die Kürze der ersten Sylbe auffällt, weshalb Porson τι auswarf.
Greek (Liddell-Scott)
θάημα: τό, κατὰ τὸν Ahr. γραπτέον θᾶμα = θέαμα, ἐν ἄλλῃ γραφῇ φέρεται θέημα (ἴδε ἔκδ. Meineke καὶ σημ. ἐν σ. 186), Θεόκρ. 1. 56.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
dor. c. θέαμα.
Greek Monolingual
θάημα, το (Α)
θέαμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δωρ. τ. του θέαμα.
Greek Monotonic
θάημα: -ατος, τό, Δωρ. αντί θέαμα, θαύμα, θέαμα, έκπληξη σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
θάημα: (ᾱ) дор. = θέαμα.