καθελίσσω: Difference between revisions
Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)
(2b) |
(1ab) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κᾰθελίσσω:''' ион. [[κατειλίσσω]] (3 л. pl. ppf. pass. [[κατειλίχατο]])<br /><b class="num">1)</b> обматывать, обвертывать (τὸ [[σῶμα]] τελαμῶσι, τὰς κνήμας ῥάκεσι Her.);<br /><b class="num">2)</b> перевязывать (τὰ ἕλκεα τελαμῶσι Her.). | |elrutext='''κᾰθελίσσω:''' ион. [[κατειλίσσω]] (3 л. pl. ppf. pass. [[κατειλίχατο]])<br /><b class="num">1)</b> обматывать, обвертывать (τὸ [[σῶμα]] τελαμῶσι, τὰς κνήμας ῥάκεσι Her.);<br /><b class="num">2)</b> перевязывать (τὰ ἕλκεα τελαμῶσι Her.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ionic κατ-ειλίσσω fut. ξω<br />to [[wrap]] with bandages, [[enfold]], [[swathe]], Hdt.:—Pass., τὰς κνήμας ῥάκεσι [[κατειλίχατο]] (ionic 3rd pl. plup.), they [[have]] [[their]] legs swathed in rags, Hdt. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:45, 9 January 2019
English (LSJ)
Ion. κατειλίσσω, Att. aor. part. κατειλίξας (v. infr.),
A wrap with bandages, κατειλίσσουσι πᾶν τὸ σῶμα σινδόνος . . τελαμῶσι, of mummies, Hdt.2.86; of wounds, Id.7.181; σώματα σπαργάνοις καθειλίξαντες Max.Tyr.36.2 (v.l. κατ-) ; καττίτερον . . κατειλίξας ἐρίοις IG22.204.32 (iv B.C.); καθελίξας, v.l. κατελλ-, κατελ-, Hp.Nat.Mul. 32:—Pass., τὰς κνήμας ῥάκεσι . . κατειλίχατο (3pl. plpf.) Hdt.7.76; κατειλίχθαι ταινίῃ Hp.Art.5; ἐρίοις . . καθείλικτο Gal.UP4.9; ὅταν κατελιχθῇ Ath.Mech.24.8. II of a serpent, drag down in its coils, συνέσφιγγεν ἅπαντα, καθελίττων ἐς τὴν ἑαυτοῦ Χειάν Eun.Hist.p.257 D.
German (Pape)
[Seite 1283] (s. ἑλίσσω, κατειλίχατο, plusqpf. pass., = κατειλιγμένοι ἦσαν, τὰς κνήμας ῥάκεσι, Her. 7, 76), umwickeln, τὰ ἕλκεα τελαμῶσι Her. 7, 181.
Greek (Liddell-Scott)
καθελίσσω: Ἰων. κατειλίσσω, τυλίσσω τι διά τινος πράγματος, κατειλίσσουσι πᾶν τὸ σῶμα σινδόνος... τελαμῶσι, ἐπὶ τῶν ταριχευομένων σωμάτων, Ἡρόδ. 2. 86· ἐπὶ τραυμάτων, ὁ αὐτ. 7. 181. ― Παθ. τὰς κνήμας ῥάκεσι.. κατειλίχατο (γ΄ πληθ. ὑπερσ.) αὐτόθι 76· κατειλίχθαι ταινίῃ Ἱππ. π. Ἄρθρ. 783.
French (Bailly abrégé)
3ᵉ pl.pqp. Pass. ion. κατειλίχατο;
envelopper.
Étymologie: κατά, ἑλίσσω.
Greek Monolingual
καθελίσσω, ιων. τ. κατειλίσσω (Α)
1. (για τραύμα, σώμα ή μέλος σώματος) τυλίγω με κάτι, περιτυλίγω («κατειλίσσουσι πᾱν αὐτοῡ τὸ σῶμα σινδόνος... τελαμῶσι», Ηρόδ.)
2. (για φίδι) σύρω, τραβώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἑλίσσω (< ἕλιξ)].
Greek Monotonic
καθελίσσω: Ιων. κατ-ειλίσσω, μέλ. -ξω, τυλίγω με επιδέσμους, περιτυλίγω, περικυκλώνω, φασκιώνω, σε Ηρόδ. — Παθ., τὰς κνήμας ῥάκεσι κατειλίχατο (Ιων. γʹ πληθ. υπερσ.), είχαν τα πόδια τους τυλιγμένα σε κουρέλια, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
κᾰθελίσσω: ион. κατειλίσσω (3 л. pl. ppf. pass. κατειλίχατο)
1) обматывать, обвертывать (τὸ σῶμα τελαμῶσι, τὰς κνήμας ῥάκεσι Her.);
2) перевязывать (τὰ ἕλκεα τελαμῶσι Her.).
Middle Liddell
ionic κατ-ειλίσσω fut. ξω
to wrap with bandages, enfold, swathe, Hdt.:—Pass., τὰς κνήμας ῥάκεσι κατειλίχατο (ionic 3rd pl. plup.), they have their legs swathed in rags, Hdt.