καρύκινος: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
(nl)
(1ab)
Line 30: Line 30:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=καρύκινος -η -ον [καρύκη] zoals καρύκη, d.w.z. roodbruin
|elnltext=καρύκινος -η -ον [καρύκη] zoals καρύκη, d.w.z. roodbruin
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κᾰρύκινος, η, ον [from κᾰρύ¯κη]<br />[[dark]]-red, Xen.
}}
}}

Revision as of 23:45, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰρῡκινος Medium diacritics: καρύκινος Low diacritics: καρύκινος Capitals: ΚΑΡΥΚΙΝΟΣ
Transliteration A: karýkinos Transliteration B: karykinos Transliteration C: karykinos Beta Code: karu/kinos

English (LSJ)

η, ον,

   A of the colour of καρύκη, dark-red, X.Cyr.8.3.3.

German (Pape)

[Seite 1331] von der Farbe der καρύκη, blutfarbig, dunkelroth; Xen. Cyr. 8, 3, 2; VLL.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰρύκῐνος: -η, -ον, ἔχων τὸ χρῶμα τῆς καρύκης, δηλ. βαθὺ κόκκινον, Ξεν. Κύρ. 8. 3, 3.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
qui a une couleur de civet, une couleur rouge foncé.
Étymologie: καρύκη.

Greek Monolingual

καρύκινος, -ίνη, -ον (Α)
αυτός που έχει το χρώμα της καρύκης, βαθυκόκκινος («οὔτε φοινικίδων οὔτε καρυκίνων ἱματίων», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρύκη + κατάλ. -ινος (πρβλ. ακάνθ-ινος, φοίνικ-ινος)].

Greek Monotonic

κᾰρύκινος: -η, -ον, βαθυκόκκινος, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

κᾰρύκινος: (ῡ) кроваво-красный, алый (ἱμάτιον Xen.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καρύκινος -η -ον [καρύκη] zoals καρύκη, d.w.z. roodbruin

Middle Liddell

κᾰρύκινος, η, ον [from κᾰρύ¯κη]
dark-red, Xen.