καλλώπισμα: Difference between revisions
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
(2b) |
(1ab) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''καλλώπισμα:''' ατος τό<b class="num">1)</b> украшение (χρυσοῦν Plut.);<br /><b class="num">2)</b> прикраса, побрякушка (καλλωπίσματα οὐδενὸς ἄξια Plat.). | |elrutext='''καλλώπισμα:''' ατος τό<b class="num">1)</b> украшение (χρυσοῦν Plut.);<br /><b class="num">2)</b> прикраса, побрякушка (καλλωπίσματα οὐδενὸς ἄξια Plat.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[καλλώπισμα]], ατος, τό, [from [[καλλωπίζω]]<br />[[ornament]], [[embellishment]], Plat. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:05, 10 January 2019
English (LSJ)
ατος, τό,
A ornament, Χρυσᾶ, ἀργυρᾶ κ., Plu.Lyc.9; τραπέζης Porph.Abst.3.19; source of pride, Luc.Merc.Cond.36. 2 ornament of speech, D.H.Th. 46. 3 metaph., fair show, pretence, Pl.Grg.492c (pl.).
German (Pape)
[Seite 1312] τό, Schmuck, äußerer Zierrath; τὰ καλλωπίσματα, τὰ παρὰ φύσιν συνθήματα Plat. Gorg. 492 c; χρυσᾶ Plut. Lyc. 9; a. Sp., auch von der Rede, D. Hal. de Thuc. 46.
Greek (Liddell-Scott)
καλλώπισμα: τό, κόσμημα, στολισμός, τὰ καλλωπίσματα, τὰ παρὰ φύσιν συνθήματα Πλάτ. Γοργ. 492C· καλλωπισμάτων χρυσῶν δημιουργός Πλουτ. Λυκοῦργ. 9, κτλ.· ἐπὶ λόγου, Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 46.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
embellissement, ornement.
Étymologie: καλλωπίζω.
Greek Monolingual
το (AM καλλώπισμα) καλλωπίζω
το μέσο με το οποίο κάποιος καλλωπίζεται ή καλλωπίζει
μσν.-αρχ.
το μέσο με το οποίο υπερηφανεύεται κάποιος
αρχ.
1. η προσποίηση («τὰ δὲ ἄλλα ταῡτ' ἐστὶ τὰ καλλωπίσματα, τὰ παρὰ φύσιν συνθήματα ἀνθρώπων, φλυαρία καὶ οὐδενὸς ἄξια», Πλάτ.)
2. (για λογοτεχνικό ύφος) η επιτηδευμένη φράση.
Greek Monotonic
καλλώπισμα: τό, στολισμός, κόσμημα, διακόσμηση, εξωραϊσμός, σε Πλάτ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καλλώπισμα -ατος, τό [καλλωπίζω] versiering, ornament:; χρυσᾶ καλλωπίσματα gouden ornamenten Plut. Lyc. 9.5; overdr.: τὰ καλλωπίσματα de schone schijn Plat. Grg. 492c; ἕν γάρ τι καὶ τοῦτο τῶν ἄλλων καλλωπισμάτων αὐταῖς δοκει want ook dat vinden zij (de vrouwen) één van hun pronkstukken (dat zij cultureel ontwikkeld zijn) Luc. 36.36.
Russian (Dvoretsky)
καλλώπισμα: ατος τό1) украшение (χρυσοῦν Plut.);
2) прикраса, побрякушка (καλλωπίσματα οὐδενὸς ἄξια Plat.).
Middle Liddell
καλλώπισμα, ατος, τό, [from καλλωπίζω
ornament, embellishment, Plat.