ποτιπτήσσω: Difference between revisions

From LSJ

Βλάπτει τὸν ἄνδρα θυμὸς εἰς ὀργὴν πεσών → Nociva res est animus irae traditus → Es schadet, wenn des Mannes Sinn dem Zorn verfällt

Menander, Monostichoi, 71
(4)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ποτιπτήσσω:''' дор. = * [[προσπτήσσω]].
|elrutext='''ποτιπτήσσω:''' дор. = * [[προσπτήσσω]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ποτι-[[πτήσσω]], [doric for [[προσπτήσσω]], [[which]] is not in use]<br />to [[crouch]] or [[cower]] [[towards]], c. gen., ἀκταὶ λιμένος ποτιπεπτηυῖαι (epic perf. [[part]]. fem. for προσπεπτηκυῖαἰ verging [[towards]] it, so as to [[shut]] it in, Od.
}}
}}

Revision as of 00:10, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποτιπτήσσω Medium diacritics: ποτιπτήσσω Low diacritics: ποτιπτήσσω Capitals: ΠΟΤΙΠΤΗΣΣΩ
Transliteration A: potiptḗssō Transliteration B: potiptēssō Transliteration C: potiptisso Beta Code: potipth/ssw

English (LSJ)

   A = προσπτ- (which is not found), crouch or cower towards, ἀκταὶ λιμένος ποτιπεπτηυῖαι (Ep. pf. part.) verging towards it, so as to shut it in, Od.13.98.

Greek (Liddell-Scott)

ποτιπτήσσω: Δωρ. ἀντὶ προσπτ- (ὅπερ ἄχρηστον, συμμαζώνομαι πλησίον, προσκλίνω, ἀκταὶ λιμένος ποτιπεπτηυῖαι (Ἐπικ. μετοχ. πρκμ.), προσκλίνουσαι οὕτως ὥστε νὰ ἐγκλείωσιν. αὐτόν, Ὀδ. Ν. 98· ― ὅπερ ὁ Heyne καὶ ἕτεροι λαμβάνουσιν ὡς Ἐπικ., ἀντὶ προσπεπτωκυῖαι ἐκ τοῦ προσπίπτω, ἀλλὰ πρβλ. πτήσσω.

French (Bailly abrégé)

part pf. fém. pl. ποτιπεπτηυῖαι;
s’appuyer contre, càd couvrir, protéger en parl. des pointes de terre à l’extrémité d’un port.
Étymologie: épq. p. *προσ-πτήσσω.

English (Autenrieth)

perf. part. ποτιπεπτηυῖαι: sink down towards, τινός, Od. 13.98†.

Greek Monolingual

Α
(επικ. τ.)
1. ζαρώνω, μαζεύομαι κοντά σε κάποιον
2. προσκλίνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί, τ. ισοδύναμος του πρός + πτήσσω.

Greek Monotonic

ποτιπτήσσω: Δωρ. αντί προσ-πτήσσω (που δεν χρησιμ.), μαζεύομαι, ζαρώνω από φόβο, με γεν., ἀκταὶ λιμένος ποτιπεπτηυῖαι, (Επικ. θηλ. μτχ. παρακ. αντί προσπεπτηκυῖαι), που προσκλίνουν έτσι ώστε να το εγκλείσουν αυτό μέσα τους, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

ποτιπτήσσω: дор. = * προσπτήσσω.

Middle Liddell

ποτι-πτήσσω, [doric for προσπτήσσω, which is not in use]
to crouch or cower towards, c. gen., ἀκταὶ λιμένος ποτιπεπτηυῖαι (epic perf. part. fem. for προσπεπτηκυῖαἰ verging towards it, so as to shut it in, Od.