προκόμιον: Difference between revisions
ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία → root of all the evils is the love of money, for every possible kind of evil can be motivated by the love of money
m (Text replacement - "''' τό<b class="num">1)" to "''' τό<br /><b class="num">1)") |
(1b) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=προκόμιον -ου, τό [πρό, κόμη] pruik. | |elnltext=προκόμιον -ου, τό [πρό, κόμη] pruik. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=προ-[[κόμιον]], ου, τό, [[κόμη]]<br />the [[forelock]] of a [[horse]], Xen. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:15, 10 January 2019
English (LSJ)
τό, (κόμη)
A forelock of a horse, X.Eq.5.6; τὸ π. [τοῦ βονάσου] frontal tuft, Arist.HA630a35; of human beings, τὰ π. ψιλοῦν Str.3.4.17. II false hair, false front, Ar.Fr.320.2, Arist. Oec. 1348a30, IG11(2).203B41 (iii B.C.); π. πρόσθετον Poll.2.30; π. περίθετα Ath.12.523a.
German (Pape)
[Seite 731] τό, das vorhangende Stirnhaar der Pferde u. Menschen, Xen. Hipp. 5, 6, Arist. H. A. 9, 45 u. A. – Auch das anstatt der Haare ist, falsches Haar zum Putze der Frauen, bes. auch bei den Persern üblich, Arist. Oec. 2, 14; προκόμια περίθετά τε λαβόντες, Ath. XII, 523 a.
Greek (Liddell-Scott)
προκόμιον: τό, (κόμη) ἡ ἐπὶ τοῦ μετώπου πίπτουσα κόμη τοῦ ἵππου, Λατ. capronae, Ξεν. Ἱππ. 5. 6· τὸ πρ. τοῦ βονάσου Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 45, 5. ΙΙ. ξένη κόμη μάλιστα ἡ περὶ τὸ μέτωπον, οἵαν αἱ Περσίδες καὶ αἱ Ἑλληνίδες γυναῖκες συνήθιζον νὰ φέρωσιν, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 309, Ἀριστ. Οἰκ. 2. 15, 3· πρ. πρόσθτον Πολυδ. Βϳ, 30· πρ. καὶ περίθετα Ἀθήν. 523Α· ― πρβλ. πηνίκη, φενάκη.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
touffe de cheveux ou de crins qui tombe sur le front.
Étymologie: πρό, κόμη.
Greek Monolingual
τὸ, Α
1. η τούφα από τη χαίτη του αλόγου που πέφτει στο μέτωπο
2. (σχετικά με πρόσ.) το τσουλούφι, η φούντα
3. ψεύτικα μαλλιά που συνήθιζαν να φορούν οι Περσίδες και οι Ελληνίδες γυναίκες στο μέτωπο, φενάκη, περούκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + κόμιον, υποκορ. του κόμη.
Greek Monotonic
προκόμιον: τό (κόμη), χαίτη αλόγου, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
προκόμιον: τό
1) челка (у животных или людей) Xen., Arst.;
2) накладка из волос, парик Arst.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προκόμιον -ου, τό [πρό, κόμη] pruik.