Πύθων: Difference between revisions
Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück
(nl) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=Πύθων -ωνος, ὁ Python, slang die door Apollo gedood is; als adj.: ἔχειν πνεῦμα πύθωνα goddelijke inspiratie hebben NT Act. Ap. 16.16. | |elnltext=Πύθων -ωνος, ὁ Python, slang die door Apollo gedood is; als adj.: ἔχειν πνεῦμα πύθωνα goddelijke inspiratie hebben NT Act. Ap. 16.16. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=Πύ¯θων, ωνος, ὁ, [cf. [[Πυθώ]]<br /><b class="num">I.</b> the [[serpent]] [[Python]], [[slain]] by [[Apollo]].<br /><b class="num">II.</b> [[πνεῦμα]] Πύθωνος a [[spirit]] of [[divination]], NTest.: ventriloquists (ἐγγαστρίμυθοἰ were called Πύθωνες, Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:40, 10 January 2019
English (LSJ)
[ῡ], ωνος, ὁ, (cf. Πυθώ) the serpent Python, slain by Apollo, Ephor.31(b)J., Apollod.1.4.1, Plu.2.293c. II παιδίσκη ἔχουσα πνεῦμα Πύθωνα a spirit of divination, Act.Ap.16.16. 2 pl. Πύθωνες, ventriloquists, Plu.2.414e, cf. Hsch.
French (Bailly abrégé)
ωνος (ὁ) :
Python, serpent tué par Apollon.
Étymologie: DELG Πυθώ.
English (Strong)
from Putho (the name of the region where Delphi, the seat of the famous oracle, was located); a Python, i.e. (by analogy, with the supposed diviner there) inspiration (soothsaying): divination.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ, και πύθωνας Ν
τερατόμορφο φίδι το οποίο εξολοθρεύθηκε από τον Απόλλωνα και το οποίο σχετίζεται άμεσα με την εγκαθίδρυσή του στους Δελφούς και την απαρχή της εκεί λατρείας του
νεοελλ.
ζωολ. (στον τ. πύθων) γένος νυκτόβιων φιδιών σφιγκτήρων της οικογένειας boidae, που απαντούν στις τροπικές και εύκρατες περιοχές της Αφρικής, της Ασίας και της Αυστραλίας
μσν.-αρχ.
εγγαστρίμυθος
αρχ.
φρ. «πνεῡμα Πύθωνος» — μαντικό πνεύμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του Πυθώ με επίθημα -ων, -ωνος (πρβλ. Γνάθ-ων). Ο τ. ως νεοελλ. επιστημονικός όρος είναι αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. python].
Greek Monotonic
Πύθων: [ῡ], -ωνος, ὁ (πρβλ. Πυθώ),·
I. το φίδι Πύθωνας, το οποίο φονεύτηκε από τον Απόλλωνα.
II. πνεῦμα Πείθωνος, το πνεύμα της μαντείας, σε Καινή Διαθήκη· οι ἐγγαστρίμυθοι ονομάζονταν Πύθωνες, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
Πύθων: ωνος (ῡ) ὁ Пифон
1) баснословный змей, убитый Аполлоном там, где впоследствии был воздвигнут храм Аполлона Дельфийского Plut.;
2) чревовещатель Plut.;
3) полководец Александра Македонского Plut.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
Πύθων -ωνος, ὁ Python, slang die door Apollo gedood is; als adj.: ἔχειν πνεῦμα πύθωνα goddelijke inspiratie hebben NT Act. Ap. 16.16.
Middle Liddell
Πύ¯θων, ωνος, ὁ, [cf. Πυθώ
I. the serpent Python, slain by Apollo.
II. πνεῦμα Πύθωνος a spirit of divination, NTest.: ventriloquists (ἐγγαστρίμυθοἰ were called Πύθωνες, Plut.