προσφαίνομαι: Difference between revisions
ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time
(4) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''προσφαίνομαι:''' (по)являться: οἱ ἀκούσαντες τοῦ [[κήρυκος]] πολλοὶ προσεφάνησαν (v. l. προεφάνησαν) Xen. услышав глашатая, многие явились. | |elrutext='''προσφαίνομαι:''' (по)являться: οἱ ἀκούσαντες τοῦ [[κήρυκος]] πολλοὶ προσεφάνησαν (v. l. προεφάνησαν) Xen. услышав глашатая, многие явились. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=Pass. to [[appear]] [[besides]], Xen. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:40, 10 January 2019
English (LSJ)
Pass.,
A appear besides, π. κοινωνός τινος Aristid.Or. 45(8).24; f.l. for προφ- in X.Cyr.4.5.57 codd.; cf. ποτιφαίνω.
German (Pape)
[Seite 785] dabei, daneben erscheinen, herbei kommen u. sich zeigen, Xen. Cyr. 4, 5, 57, l. d.
Greek (Liddell-Scott)
προσφαίνομαι: Παθ., φαίνομαι προσέτι, Ξεν. Κύρ. 4. 5, 57, Ἰωσήπ. Μακκ. 4.
French (Bailly abrégé)
paraître en outre.
Étymologie: πρός, φαίνομαι.
Greek Monolingual
Α φαίνομαι
εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι επί πλέον («ἐκ τῶν κατὰ τὴν αἴσθησιν ἡμῶν προσφαινομένων», Γρηγ. Νύσσ.).
Greek Monotonic
προσφαίνομαι: Παθ., εμφανίζομαι επιπλέον, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
προσφαίνομαι: (по)являться: οἱ ἀκούσαντες τοῦ κήρυκος πολλοὶ προσεφάνησαν (v. l. προεφάνησαν) Xen. услышав глашатая, многие явились.