Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σκαπτήρ: Difference between revisions

From LSJ

Ὀίκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → The person who is well satisfied should stay at home.

Aeschylus, fr. 317
(nl)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=σκαπτήρ -ῆρος, ὁ [σκάπτω] graver, spitter.
|elnltext=σκαπτήρ -ῆρος, ὁ [σκάπτω] graver, spitter.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[σκαπτήρ]], ῆρος, ὁ,<br />a [[digger]], delver, Hom. ap. Arist.
}}
}}

Revision as of 01:00, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκαπτήρ Medium diacritics: σκαπτήρ Low diacritics: σκαπτήρ Capitals: ΣΚΑΠΤΗΡ
Transliteration A: skaptḗr Transliteration B: skaptēr Transliteration C: skaptir Beta Code: skapth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ,

   A digger, Margites 2, X.ap.Poll.7.148.

German (Pape)

[Seite 889] ῆρος, ὁ, der Grabende, Xen. bei Poll. 7, 148.

Greek (Liddell-Scott)

σκαπτήρ: ῆρος, ὁ, ὁ σκάπτων, Ὅμ. παρ’ Ἀριστ. ἐν Ἠθικ. Νικ. 6. 7, 2.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
tout homme qui creuse la terre (vigneron, etc.).
Étymologie: σκάπτω.

Greek Monolingual

-ῆρος, ὁ, θηλ. σκάπτειρα, Α
αυτός που σκάβει, σκαφέας, σκαφτιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκαπ- του σκάπτω (βλ. λ. σκάβω) + επίθημα -τήρ / -τειρα (πρβλ. θρεπ-τήρ / θρέπ-τειρα)].

Greek Monotonic

σκαπτήρ: -ῆρος, ὁ, αυτός που σκάβει, σκαπανέας, σκαφτιάς, σε Όμηρ. (χωρίο που παρατίθεται στον Αριστ.).

Russian (Dvoretsky)

σκαπτήρ: ῆρος ὁ вскапыватель, землекоп Hom., Xen.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκαπτήρ -ῆρος, ὁ [σκάπτω] graver, spitter.

Middle Liddell

σκαπτήρ, ῆρος, ὁ,
a digger, delver, Hom. ap. Arist.