συνθάλπω: Difference between revisions

From LSJ

διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing

Source
(nl)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=συν-θάλπω, Att. ook ξυνθάλπω geheel verwarmen,; οὕτω... ἂν... ξυνθάλποιτο ἡ κοιλίη zo zal de buik geheel worden verwarmd Hp. Sal. 7.14; ook overdr.. μηδέ με... ξύνθαλπε μύθοις ψευδέσιν en verwarm me niet met huichelachtige woorden Aeschl. PV 685.
|elnltext=συν-θάλπω, Att. ook ξυνθάλπω geheel verwarmen,; οὕτω... ἂν... ξυνθάλποιτο ἡ κοιλίη zo zal de buik geheel worden verwarmd Hp. Sal. 7.14; ook overdr.. μηδέ με... ξύνθαλπε μύθοις ψευδέσιν en verwarm me niet met huichelachtige woorden Aeschl. PV 685.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ψω<br />to [[warm]] [[together]]:—metaph. to [[warm]] or [[soothe]] by [[flattery]] [[besides]], Aesch.
}}
}}

Revision as of 01:35, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνθάλπω Medium diacritics: συνθάλπω Low diacritics: συνθάλπω Capitals: ΣΥΝΘΑΛΠΩ
Transliteration A: synthálpō Transliteration B: synthalpō Transliteration C: synthalpo Beta Code: sunqa/lpw

English (LSJ)

   A warm thoroughly, ἑαυτούς Plu.2.974c, cf. Hp.Salubr.7:— Pass., Id.Aff.15.    2 metaph., warm or soothe by cheering words, μηδέ μ' . . ξύνθαλπε μύθοις ψευδέσιν A.Pr.685.

Greek (Liddell-Scott)

συνθάλπω: θερμαίνω ἀμοιβαίως, ἡσυχίαν ἄγουσι κατακείμενοι (οἱ λύκοι...) καὶ συνθάλποντες ἑαυτοὺς Πλούτ. 2. 974C· ― μεταφορ., θάλπωκαταπραΰνω διὰ κολακευτικῶν λόγων προσέτι, μηδὲ μ’ οἰκτίσας ξύνθαλπε μύθοις ψευδέσιν Αἰσχύλ. Πρ. 685.

French (Bailly abrégé)

échauffer ensemble.
Étymologie: σύν, θάλπω.

Greek Monolingual

ΜΑ, και αττ. τ. ξυνθάλπω Α
1. θερμαίνω αμοιβαίως, αλληλοθερμαίνω
2. μτφ. καταπραΰνω, μαλακώνω επιπροσθέτως κάποιον με κολακευτικά λόγια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + θάλπω «ζεσταίνω, θερμαίνω»].

Greek Monotonic

συνθάλπω: μέλ. -ψω, θερμαίνω, ζεσταίνω αμοιβαίως· μεταφ., θερμαίνω την ψυχή κάποιου, του καταπραΰνω την ψυχή με κολακευτικά λόγια, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

συνθάλπω: 1) вместе согревать (τὸ σῶμα Plut.);
2) перен. согревать, утешать (μύθοις τινά Aesch.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-θάλπω, Att. ook ξυνθάλπω geheel verwarmen,; οὕτω... ἂν... ξυνθάλποιτο ἡ κοιλίη zo zal de buik geheel worden verwarmd Hp. Sal. 7.14; ook overdr.. μηδέ με... ξύνθαλπε μύθοις ψευδέσιν en verwarm me niet met huichelachtige woorden Aeschl. PV 685.

Middle Liddell

fut. ψω
to warm together:—metaph. to warm or soothe by flattery besides, Aesch.