τυραννοκτόνος: Difference between revisions

From LSJ

Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid

Menander, Monostichoi, 471
(nl)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=τυραννοκτόνος -ου, ὁ [τύραννος, κτείνω] tirannendoder.
|elnltext=τυραννοκτόνος -ου, ὁ [τύραννος, κτείνω] tirannendoder.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τῠραννο-[[κτόνος]], ὁ, ἡ, [[κτείνω]]<br />[[slayer]] of a [[tyrant]], Luc.
}}
}}

Revision as of 02:05, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τῠραννοκτόνος Medium diacritics: τυραννοκτόνος Low diacritics: τυραννοκτόνος Capitals: ΤΥΡΑΝΝΟΚΤΟΝΟΣ
Transliteration A: tyrannoktónos Transliteration B: tyrannoktonos Transliteration C: tyrannoktonos Beta Code: turanno/ktonos

English (LSJ)

(parox.), ὁ, ἡ,

   A slayer of a tyrant, D.S.16.14, Plu.2.256f, Luc. Tyr.1, Lib.Decl.43.32:—as Adj., πάθος, τιμαὶ τ., of slaying a tyrant, Phalar.Ep.70.1.

Greek (Liddell-Scott)

τῠραννοκτόνος: ὁ, ἡ, ὁ φονεύων τύραννον, Λουκ. Τυραννοκτόνος 1, Λιβάν.· - ὡς ἐπίθετ., πάθος, τιμαὶ τ., ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸν τυραννοκτόνον, Φαλάρ. Ἐπιστ. 106.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
meurtrier d’un tyran.
Étymologie: τύραννος, κτείνω.

Greek Monolingual

ο, η, ΝΜΑ
1. ως επίθ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε τυραννοκτόνο (α. «και τυραννοκτόνον ξίφος κρύπτοντας υπό μυρσίνας», Σούτσ. Α.
β. «τυραννοκτόνον πάθος», Φάλ.)
2. φονέας τυράννου
3. (το αρσ. στον πληθ.) οι τυραννοκτόνοι
οι Αθηναίοι Αρμόδιος και Αριστογείτων, οι οποίοι φόνευσαν τον τύραννο Ίππαρχο και τους οποίους τιμούσαν ως ήρωες στην αρχαία Αθήνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύραννος + -κτόνος (< κτόνος < κτείνω «σκοτώνω»), πρβλ. μητρο-κτόνος.

Greek Monotonic

τῠραννοκτόνος: ὁ, ἡ (κτείνω), φονιάς τυράννου, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

τῠραννοκτόνος: ὁ тиранноубийца Plut., Luc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τυραννοκτόνος -ου, ὁ [τύραννος, κτείνω] tirannendoder.

Middle Liddell

τῠραννο-κτόνος, ὁ, ἡ, κτείνω
slayer of a tyrant, Luc.