ὑλακή: Difference between revisions
ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
(4b) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ὑλᾰκή:''' (ῠ) ἡ Plat., Plut., Luc. = [[ὕλαγμα]]. | |elrutext='''ὑλᾰκή:''' (ῠ) ἡ Plat., Plut., Luc. = [[ὕλαγμα]]. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ὑλᾰκή, ἡ, [[ὑλάω]]<br />a barking, howling, Anth., Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:15, 10 January 2019
English (LSJ)
[ῠ], ἡ,
A barking, howling, Poetae ap. Pl.Lg.967d, A.R.3.749, AP6.167 (Agath.), etc.; also in late Prose, Plu.Cim.18, Luc.VH1.32, prob. l. in Ant.Lib.23.2.
German (Pape)
[Seite 1176] ἡ, das Bellen; Agath. 28 (VI, 167); ὑλακὴν ἰάλλειν, Iul. Aeg. 59 (VI, 69); poet. bei Plat. Legg. XII, 967 d.
Greek (Liddell-Scott)
ὑλακή: ἡ, «γαύγυσμα», Ποιητὴς ἐν Πλάτ. Νόμ. 967D, Ἀνθ. Π. 6. 167, Ἀπολλ. Ρόδ., κλπ.· ὡσαύτως παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις, Πλουτ. Κίμ. 18, Λουκ., κλπ.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
aboiement.
Étymologie: ὑλάω.
Greek Monolingual
η / ὑλακή, ΝΑ
η κραυγή του σκύλου, το γάβγισμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. του ρ. ὑλάω, -ῶ «γαβγίζω», με ουρανική εκφραστική παρέκταση -κ- και κατάλ. -ή. Η λ. συνδέεται, ως προς τον σχηματισμό της, με το ρ. ὑλάσσω].
Greek Monotonic
ὑλᾰκή: ἡ (ὑλάω), γαύγισμα, κραυγή, ουρλιαχτό, σε Ανθ., Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ὑλᾰκή: (ῠ) ἡ Plat., Plut., Luc. = ὕλαγμα.
Middle Liddell
ὑλᾰκή, ἡ, ὑλάω
a barking, howling, Anth., Plut.