καχήμερος: Difference between revisions

From LSJ

πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention

Source
(nl)
(1ba)
Line 30: Line 30:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=καχήμερος -ον [κακός, ἡμέρα] ongelukkig.
|elnltext=καχήμερος -ον [κακός, ἡμέρα] ongelukkig.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κᾰχ-ήμερος, ον [[ἡμέρα]]<br />[[living]] bad days, [[wretched]], Anth.
}}
}}

Revision as of 02:51, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰχήμερος Medium diacritics: καχήμερος Low diacritics: καχήμερος Capitals: ΚΑΧΗΜΕΡΟΣ
Transliteration A: kachḗmeros Transliteration B: kachēmeros Transliteration C: kachimeros Beta Code: kaxh/meros

English (LSJ)

ον,

   A passing an unhappy day, AP9.508 (Pall.); v.l. κακ-.

German (Pape)

[Seite 1409] böse Tage habend, kümmerlich lebend, Ggstz καλήμερος, Pallad. 143 (IX, 508).

Greek (Liddell-Scott)

καχήμερος: -ον, κακὰς ἡμέρας διερχόμενος, ἄθλιος, ἀντίθ. καλήμερος, Ἀνθ. ΙΙ. 9. 508.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui passe sa vie tristement.
Étymologie: κακός, ἡμέρα.

Greek Monolingual

καχήμερος, -ον (Α)
αυτός που ζει άθλια, που περνά κακές μέρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καχ(ο)- (πρβλ. κακο-, με τροπή του -κ- σε -χ- προ δασέος φθόγγου) + -ήμερος (< ἡμέρα), πρβλ. μακρο-ήμερος, ολ-ήμερος].

Greek Monotonic

κᾰχήμερος: -ον (ἡμέρα), αυτός που διέρχεται άσχημες μέρες, άθλιος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

κᾰχήμερος: влачащий жалкое существование Anth.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καχήμερος -ον [κακός, ἡμέρα] ongelukkig.

Middle Liddell

κᾰχ-ήμερος, ον ἡμέρα
living bad days, wretched, Anth.