ληπτέος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ νῦν περὶ ἀρετῆς ὃ ἔστιν ἐγὼ μὲν οὐκ οἶδα, σὺ μέντοι ἴσως πρότερον μὲν ᾔδησθα πρὶν ἐμοῦ ἅψασθαι, νῦν μέντοι ὅμοιος εἶ οὐκ εἰδότι → so now I do not know what virtue is; perhaps you knew before you contacted me, but now you are certainly like one who does not know

Source
(3)
(1ba)
Line 21: Line 21:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ληπτέος:''' adj. verb. к [[λαμβάνω]].
|elrutext='''ληπτέος:''' adj. verb. к [[λαμβάνω]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ληπτέος]], η, ον verb. adj. of [[λαμβάνω]],]<br /><b class="num">I.</b> to be taken or accepted, Plat.<br /><b class="num">II.</b> neut. ληπτέον, one must [[take]] [[hold]], Ar.: one must [[undertake]], Xen.; one must [[take]] or [[choose]], Xen.<br /><b class="num">2.</b> one must [[take]], [[receive]], Xen.
}}
}}

Revision as of 03:25, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ληπτέος Medium diacritics: ληπτέος Low diacritics: ληπτέος Capitals: ΛΗΠΤΕΟΣ
Transliteration A: lēptéos Transliteration B: lēpteos Transliteration C: lipteos Beta Code: lhpte/os

English (LSJ)

α, ον, (λαμβάνω)

   A to be taken or accepted, Pl.Prt.356b.    II neut. ληπτέον, one must take hold, Ar.Eq.603; ἔργον λ. one must undertake, X.Mem.1.7.2; one must assume in arguing, etc., Pl.Phlb. 61a; one must take or choose, ἐκ τούτων ἐπιστάτας λ. X.Cyr.8.1.10; λ. δὲ . . τίνας ὅρους λέγουσι Arist.Pol.1280a7.    2 one must take, receive, ὁμήρους δοτέον καὶ λ. X.HG3.2.18; one must submit to, πληγὰς ὑπὸ τῶν ἀμεινόνων Id.Lac.9.5.

Greek (Liddell-Scott)

ληπτέος: -α, -ον, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ λαμβάνω, ὃν δεῖ λαμβάνειν, Πλάτ. Πρωτ. 356Β. ΙΙ. οὐδ. ληπτέον, δεῖ λαμβάνειν, Ἀριστοφ. Ἱππ. 603· ἔργον λ., πρέπει τις νὰ ἀναλάβῃ, Ξεν. Ἀπομν. 1. 7, 2· πρέπει τις νὰ λάβῃ ὡς δεδομένον ἐν συλλογισμῷ, κτλ., Πλάτ. Φίληβ. 34D, 61A· πρέπει τις νὰ λάβῃ ἢ ἐκλέξῃ, ἐκ τούτων ἐπιστάτας λ. Ξεν. Κύρ. 8. 1, 10· λ. δέ... τίνας ὅρους λέγουσιν Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 9, 1. 2) πρέπει τις νὰ λάβῃ, νὰ δεχθῇ, ὁμήρους δοτέον καὶ λ. Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 18· πρέπει τις νὰ ὑποκύψῃ εἴς τι, νὰ «πάρῃ», πληγὰς ὑπό τινος ὁ αὐτ. ἐν Λακ. 9. 5.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
adj. verb. de λαμβάνω.

Greek Monotonic

ληπτέος: -α, -ον, ρημ. επίθ. του λαμβάνω·
I. αυτός που πρέπει να ληφθεί ή να γίνει δεκτός, σε Πλάτ.
II. 1. ουδ. ληπτέον, αυτό που κάποιος πρέπει να πιάσει, να λάβει, να αποδεχτεί, σε Αριστοφ.· αυτό που κάποιος πρέπει να αναλάβει, σε Ξεν.· αυτό που κάποιος πρέπει να λάβει ή να επιλέξει, στον ίδ.
2. αυτό που κάποιος πρέπει να λάβει, να δεχθεί, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ληπτέος: adj. verb. к λαμβάνω.

Middle Liddell

ληπτέος, η, ον verb. adj. of λαμβάνω,]
I. to be taken or accepted, Plat.
II. neut. ληπτέον, one must take hold, Ar.: one must undertake, Xen.; one must take or choose, Xen.
2. one must take, receive, Xen.