λόχμιος: Difference between revisions

From LSJ

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
(3)
(1ba)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''λόχμιος:''' живущий в чащах, лесной ([[τράγος]] Anth.).
|elrutext='''λόχμιος:''' живущий в чащах, лесной ([[τράγος]] Anth.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[λόχμιος]], ον = [[λοχμαῖος]], Anth.]
}}
}}

Revision as of 03:30, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λόχμιος Medium diacritics: λόχμιος Low diacritics: λόχμιος Capitals: ΛΟΧΜΙΟΣ
Transliteration A: lóchmios Transliteration B: lochmios Transliteration C: lochmios Beta Code: lo/xmios

English (LSJ)

ον,

   A = λοχμαῖος, τράγος AP 6.32 (Agath.); τὰ λόχμια, = λόχμη, Ps.-Luc.Philopatr.10 (δόχμια codd.).

German (Pape)

[Seite 66] = λοχμαῖος, von den Bienen, Agath. 29 (VI, 32).

Greek (Liddell-Scott)

λόχμιος: -ον, = λοχμαῖος, τράγος Ἀνθ. Π. 6. 32· τὰ λόχμια = λόχμη, Ψευδο-Λουκ. Φιλόπατρ. 12, ἐξ εἰκασίας ἀντὶ δόχμια.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de taillis ; τὰ λόχμια les taillis.
Étymologie: λόχμη.

Greek Monolingual

λόχμιος, -ον (Α) λόχμη
1. λοχμαίος
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ λόχμια
η λόχμη.

Greek Monotonic

λόχμιος: -ον, = λοχμαῖος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

λόχμιος: живущий в чащах, лесной (τράγος Anth.).

Middle Liddell

λόχμιος, ον = λοχμαῖος, Anth.]