μελανόμματος: Difference between revisions
From LSJ
Τὸ γὰρ περισσὰ πράσσειν οὐκ ἔχει νοῦν οὐδένα → There is no sense in doing things beyond the usual measure
(3) |
(1ba) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''μελᾰνόμματος:''' черноокий Plat., Arst. | |elrutext='''μελᾰνόμματος:''' черноокий Plat., Arst. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=μελᾰν-όμμᾰτος, ον [[ὄμμα]]<br />[[black]]-eyed, Plat. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:45, 10 January 2019
English (LSJ)
ον,
A black-eyed, Pl.Phdr.253d, Arist.GA779b14.
German (Pape)
[Seite 119] schwarzäugig; Plat. Phaedr. 253 d; Arist. gen. an. 5, 1.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux yeux noirs.
Étymologie: μέλας, ὄμμα.
Greek Monolingual
μελανόμματος, -ον (Α)
αυτός που έχει μαύρα μάτια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + ὄμμα, ὄμματος «οφθαλμός» (πρβλ. γλαυκ-όμματος, μαλακ-όμματος)].
Greek Monotonic
μελᾰνόμμᾰτος: -ον (ὄμμα), αυτός που έχει μαύρα μάτια, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
μελᾰνόμματος: черноокий Plat., Arst.