μακαρισμός: Difference between revisions

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
(3)
(1ba)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''μᾰκᾰρισμός:''' ὁ восхваление, превознесение, прославление Plat., Arst., NT.
|elrutext='''μᾰκᾰρισμός:''' ὁ восхваление, превознесение, прославление Plat., Arst., NT.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />a pronouncing [[happy]], [[blessing]], Plat., Arist.
}}
}}

Revision as of 03:55, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰκᾰρισμός Medium diacritics: μακαρισμός Low diacritics: μακαρισμός Capitals: ΜΑΚΑΡΙΣΜΟΣ
Transliteration A: makarismós Transliteration B: makarismos Transliteration C: makarismos Beta Code: makarismo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A pronouncing happy, blessing, Pl.R.591d, Arist.Rh.1367b33, Andronic. Pass.p.570 M., Plu.2.471c; giving praise or thanks, Epicur.Sent. Vat.52, Phld.D.3 Fr.86a.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰκᾰρισμός: -οῦ, ὁ, τὸ μακαρίζειν, Πλάτ. Πολ. 591D, Ἀριστ. Ρητ. 1. 9, 4.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
action de vanter ou d’envier le bonheur d’autrui.
Étymologie: μακαρίζω.

English (Strong)

from μακαρίζω; beatification, i.e. attribution of good fortune: blessedness.

English (Thayer)

μακαρισμου, ὁ (μακαρίζω), declaration of blessedness: λέγειν τόν μακαρισμόν τίνος, to utter a declaration of blessedness upon one, a fuller way of saying μακαρίζειν τινα, to pronounce one blessed, Plato, rep. 9, p. 591d.; (Aristotle, rhet. 1,9, 34); Plutarch, mor., p. 471c.; ecclesiastical writings.)

Greek Monolingual

ο (AM μακαρισμός) μακαρίζω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του μακαρίζω, καλοτύχισμα
2. στον πληθ. οι μακαρισμοί
οι οχτώ σύντομοι αφορισμοί με τους οποίους αρχίζει η επί του όρους ομιλία του Ιησού
μσν.-αρχ.
υπόσχεση για ευλογία
αρχ.
απόδοση επαίνων ή ευχαριστιών.

Greek Monotonic

μᾰκᾰρισμός: -οῦ, ὁ, ανακήρυξη κάποιου ως ευτυχισμένου, το καλοτύχισμα, σε Πλάτ., Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

μᾰκᾰρισμός: ὁ восхваление, превознесение, прославление Plat., Arst., NT.

Middle Liddell


a pronouncing happy, blessing, Plat., Arist.