μιτοεργός: Difference between revisions

From LSJ

Λιμὴν νεὼς ὅρμος, βίου δ' ἀλυπία → Des Lebens Ankerplatz und Port ist Seelenruh → Λιμὴν πλοίου μέν, ἀλυπία δ' ὅρμος βίου

Menander, Monostichoi, 318
(5)
(1ba)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μῐτοεργός:''' -όν (*[[ἔργω]]), αυτός που επεξεργάζεται την [[κλωστή]], σε Ανθ.
|lsmtext='''μῐτοεργός:''' -όν (*[[ἔργω]]), αυτός που επεξεργάζεται την [[κλωστή]], σε Ανθ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μῐτο-εργός, όν [*[[ἔργω]]<br />[[working]] the [[thread]], Anth.
}}
}}

Revision as of 03:55, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῐτοεργός Medium diacritics: μιτοεργός Low diacritics: μιτοεργός Capitals: ΜΙΤΟΕΡΓΟΣ
Transliteration A: mitoergós Transliteration B: mitoergos Transliteration C: mitoergos Beta Code: mitoergo/s

English (LSJ)

όν,

   A working the thread, AP6.289 (Leon.).

Greek (Liddell-Scott)

μῐτοεργός: -όν, ὁ ἐργαζόμενος τὸν μίτον, τὴν κλωστήν, ἐπὶ τῆς ἀτράκτου, Ἀνθ. Π. 6. 289.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui travaille le fil.
Étymologie: μίτος, ἔργον.

Greek Monolingual

μιτοεργός, -όν (Α)
(για το αδράχτι) αυτός που χειρίζεται τον μίτο, την κλωστή του στημονιού («τὸν μιτοεργὸν άειδίνητον ἄτρακτον», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μίτος + -εργός (< ἔργον), πρβλ. λιθο-εργός].

Greek Monotonic

μῐτοεργός: -όν (*ἔργω), αυτός που επεξεργάζεται την κλωστή, σε Ανθ.

Middle Liddell

μῐτο-εργός, όν [*ἔργω
working the thread, Anth.