νυγμή: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ᾽ οὐδὲ εἷς τέκτων ὀχυρὰν οὕτως ἐποίησεν θύραν, δι᾽ἧς γαλῆ καὶ μοιχὸς οὐκ εἰσέρχεται → but no carpenter ever made a door so secure that a weasel or a womanizer could not pass through it

Source
(3b)
(1ba)
Line 24: Line 24:
{{elru
{{elru
|elrutext='''νυγμή:''' ἡ укол Plut.
|elrutext='''νυγμή:''' ἡ укол Plut.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[νυγμή]], ἡ, [[νύσσω]]<br />a pricking, [[puncture]], Plut.
}}
}}

Revision as of 04:15, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νυγμή Medium diacritics: νυγμή Low diacritics: νυγμή Capitals: ΝΥΓΜΗ
Transliteration A: nygmḗ Transliteration B: nygmē Transliteration C: nygmi Beta Code: nugmh/

English (LSJ)

ἡ, = sq., Plu.Ant.86.    2 dot, in punctuation, Dosith.p.380 K.

Greek (Liddell-Scott)

νυγμή: ἡ, = τῷ ἑπομ., Πλουτ. Ἀντών. 86. 2) Καθ’ Ἡσύχ.: «νυγμή. κέντρον».

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
piqûre.
Étymologie: νύσσω.

Greek Monolingual

νυγμή, ἡ (Α)
1. νυγμός
2. (στη στίξη) η στιγμή, η τελεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. νυγ- (πρβλ. παθ. αόρ. ἐνύγ-ην) του νύσσω «κεντώ» + κατάλ. -μη].

Greek Monotonic

νυγμή: ἡ (νύσσω), κέντρισμα, τσίμπημα, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

νυγμή: ἡ укол Plut.

Middle Liddell

νυγμή, ἡ, νύσσω
a pricking, puncture, Plut.